3,277,114
edits
m (Text replacement - "as Subst." to "as substantive") |
m (Text replacement - " in pl." to " in plural") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nefritis | |Transliteration C=nefritis | ||
|Beta Code=nefri/ths | |Beta Code=nefri/ths | ||
|Definition=[ῑ], ὁ, fem. νεφρῖτις, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[νεφριαῖος]], [[σφόνδυλος]], i.e. the first vertebra of the sacrum, <span class="bibl">Poll.2.179</span>; νόσον νεφρῖτιν <span class="bibl">Th.7.15</span>; φθίσις ν. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Int.</span>15</span>: also as [[substantive]] [[νεφρῖτις]] (sc. [[νόσος]]), ἡ, <span class="bibl">Id.<span class="title">Coac.</span>502</span>: in | |Definition=[ῑ], ὁ, fem. νεφρῖτις, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[νεφριαῖος]], [[σφόνδυλος]], i.e. the first vertebra of the sacrum, <span class="bibl">Poll.2.179</span>; νόσον νεφρῖτιν <span class="bibl">Th.7.15</span>; φθίσις ν. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Int.</span>15</span>: also as [[substantive]] [[νεφρῖτις]] (sc. [[νόσος]]), ἡ, <span class="bibl">Id.<span class="title">Coac.</span>502</span>: in plural, <span class="bibl">Id.<span class="title">Aph.</span>3.31</span>, Dsc.1.14.</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[νεφρίτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ορυκτ.)</b> πυριτικό [[ορυκτό]] που [[είναι]] [[ένας]] από τους δύο τύπους του ιάδη και με το οποίο οι άνθρωποι της προϊστορικής εποχής κατασκεύαζαν τα όπλα τους, ενώ [[σήμερα]] χρησιμοποιείται στην Ανατολή για την [[κατασκευή]] κοσμημάτων<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[σπόνδυλος]] που βρίσκεται [[κοντά]] στους νεφρούς, ο [[πρώτος]] [[σπόνδυλος]] του κόκκυγα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεφρός]] <span style="color: red;">+</span> επίθ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>ωμ</i>-[[ίτης]]). Η λ. με τη νεοελλ. σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>nephrite</i>, και μαρτυρείται από το 1869 στον Γ. Φίνλαϋ]. | |mltxt=ο (Α [[νεφρίτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ορυκτ.)</b> πυριτικό [[ορυκτό]] που [[είναι]] [[ένας]] από τους δύο τύπους του ιάδη και με το οποίο οι άνθρωποι της προϊστορικής εποχής κατασκεύαζαν τα όπλα τους, ενώ [[σήμερα]] χρησιμοποιείται στην Ανατολή για την [[κατασκευή]] κοσμημάτων<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[σπόνδυλος]] που βρίσκεται [[κοντά]] στους νεφρούς, ο [[πρώτος]] [[σπόνδυλος]] του κόκκυγα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεφρός]] <span style="color: red;">+</span> επίθ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>ωμ</i>-[[ίτης]]). Η λ. με τη νεοελλ. σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>nephrite</i>, και μαρτυρείται από το 1869 στον Γ. Φίνλαϋ]. | ||
}} | }} |