3,274,919
edits
(42) |
m (Text replacement - "αὐτοῡ" to "αὐτοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[τρύξ]], τρυγός, ΝΜΑ, και [[λόγιος]] τ. [[τρυξ]] Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η οδοντική [[τρυγία]], η [[πέτρα]] τών δοντιών, [[πουρί]]<br /><b>2.</b> <b>χημ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του όξινου τρυγικού καλίου, το [[κρεμοτάρταρο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εμετική [[τρύγα]]»<br /><b>(φαρμ.)</b> η [[ένωση]] τρυγικό καλιοαντιμονύλιο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «τρύγες στεμφυλίτιδες» και, μόνον μσν., «ἡ ἀπὸ στεμφύλων [[τρύξ]]» — ο [[στεμφυλίτης]] [[οίνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρασί]] που δεν έχει [[ακόμη]] κατακαθήσει, που δεν έχει υποστεί [[διήθηση]], νέο [[κρασί]], [[μούστος]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[κρασί]]<br /><b>3.</b> το [[κατακάθι]] του κρασιού, [[τρυγία]]<br /><b>4.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) το [[ίζημα]] και άλλων υγρών, [[μούργα]] («ἀπὸ τῆς παχύτητος | |mltxt=η / [[τρύξ]], τρυγός, ΝΜΑ, και [[λόγιος]] τ. [[τρυξ]] Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η οδοντική [[τρυγία]], η [[πέτρα]] τών δοντιών, [[πουρί]]<br /><b>2.</b> <b>χημ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του όξινου τρυγικού καλίου, το [[κρεμοτάρταρο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εμετική [[τρύγα]]»<br /><b>(φαρμ.)</b> η [[ένωση]] τρυγικό καλιοαντιμονύλιο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «τρύγες στεμφυλίτιδες» και, μόνον μσν., «ἡ ἀπὸ στεμφύλων [[τρύξ]]» — ο [[στεμφυλίτης]] [[οίνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρασί]] που δεν έχει [[ακόμη]] κατακαθήσει, που δεν έχει υποστεί [[διήθηση]], νέο [[κρασί]], [[μούστος]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[κρασί]]<br /><b>3.</b> το [[κατακάθι]] του κρασιού, [[τρυγία]]<br /><b>4.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) το [[ίζημα]] και άλλων υγρών, [[μούργα]] («ἀπὸ τῆς παχύτητος αὐτοῦ τῆς τρυγὸς παλάθας συντιθεῑσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> α) (για μέταλλα) [[σκουριά]]<br />β) (για γέροντα) αποστεωμένος<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «τρὺξ οἴνου κεκαυμένη» — τρυγικό [[άλας]] που απομένει στον πυθμένα και στα πλευρικά τοιχώματα οινοφόρου δοχείου (<b>Διοσκ.</b>)<br />β) «[[τροχίσκος]] τρυγός» — σβώλοι από ξηραμένη [[τρυγία]], που χρησιμοποιούσαν για καθαρισμό [[αντί]] για [[σαπούνι]] <b>(Θεόφρ.)</b><br /><b>8.</b> <b>παροιμ.</b> «τρὺξ κατ' ὀπώρην»<br />([[γλεύκος]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του φθινοπώρου) λεγόταν για [[κάτι]] που [[είτε]] δεν έχει [[ακόμη]] αποφασιστεί [[είτε]] δεν έχει [[ακόμη]] διεκπεραιωθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. λ., πιθ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος. Η λ. [[τρύξ]], τόσο μορφολογικώς όσο και σημασιολογικώς, θα μπορούσε να συνδεθεί με το ρ. <i>τρυγῶ</i> (<b>πρβλ.</b> τη σημ. του ρ. «[[μαζεύω]] σταφύλια»), ενώ έχει διατυπωθεί και η [[άποψη]] ότι το ρ. <i>τρυγῶ</i> χρησιμοποιήθηκε στην [[αρχή]] και με σημ. «[[μαζεύω]] σταφύλια» και με σημ. «[[πατώ]] σταφύλια για να βγάλω τον χυμό τους» και στη [[συνέχεια]] περιορίστηκε στη σημ. τη σχετική με τη [[συγκομιδή]]. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], της λ. [[τρύξ]] με τον τ. [[τάργανον]] δεν θεωρείται πιθανή]. | ||
}} | }} |