πειράζω: Difference between revisions

m
Text replacement - " ," to ","
m (Text replacement - " ;" to ";")
m (Text replacement - " ," to ",")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πειράζω''': ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., τῶν λοιπῶν χρόνων παραλαμβανομένων ἐκ τοῦ [[πειράω]], -άομαι, [[ἀλλά]], ἐπειράσθην, πεπείρασμαι ἀπαντῶσι παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ ἐν τῇ Καιν. Διαθ., τὸ δὲ δεύτερον [[ἅπαξ]] παρ’ Ἀριστοφ., ἴδε κατωτ. Ἐξετάζω ἢ [[δοκιμάζω]] τι, τινὸς Ὀδ. Π. 319, Ψ. 114· καὶ ἀπολ., Ι. 281. 2) μετ’ ἀπαρ. = πειράομαι, ἐπιχειρῶ νὰ πράξω τι, Πράξεις Ἀποστ. ιϚ΄, κδ΄, 6· οὕτω, π. τινι, ἐπιχειρῶ τι, Λουκ. Ἔρωτ. 26, 36, κ. ἀλλ.· ἀπολ, [[κάμνω]] ἀπόπειραν, Πολυβ. Ἱστ. Ἀποσπ. 60. 3) Παθ., ἤθη ... ἐν χρόνῳ πειράζεται, δοκιμάζονται, κρίνονται, Μενάνδρ. Μονόστ. 573· πεπειράσθω, ἂς γείνῃ [[δοκιμή]], Ἀριστοφ. Σφ. 1129 ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσώπ., [[δοκιμάζω]] ἢ [[ἐξετάζω]] τινά, [[ὑποβάλλω]] αὐτὸν εἰς ἐξέτασιν, Β΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ιγ΄ , 5, κτλ.· τί πειράζετε τὸν θεόν; Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 10, πρβλ. Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ι΄, 9, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ζητῶ νὰ ἀποπλανήσω, «[[πειράζω]]», [[φέρω]] εἰς πειρασμόν, Ἀθηναίην Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 10· ἀπολ., ὁ πειράζων, ὁ [[πειρασμός]], ὁ [[διάβολος]], Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Θεσσ. γ΄ , 5, κτλ. - Παθ., ταλαιπωροῦμαι, βασανίζομαι, ἤδη στομακάκκῃ τε καὶ σκελοτύρβῃ πειραζομένης τῆς στρατιᾶς Στράβ. 781· ὑφίσταμαι πειρασμόν, δοκιμασίαν, πειράζομαι, δοκιμάζομαι, πειρασθῆναι ὑπὸ τοῦ διαβόλου Εὐαγγ. κ. Ματθ. δ΄ , 1, κ. ἀλλ.
|lstext='''πειράζω''': ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., τῶν λοιπῶν χρόνων παραλαμβανομένων ἐκ τοῦ [[πειράω]], -άομαι, [[ἀλλά]], ἐπειράσθην, πεπείρασμαι ἀπαντῶσι παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ ἐν τῇ Καιν. Διαθ., τὸ δὲ δεύτερον [[ἅπαξ]] παρ’ Ἀριστοφ., ἴδε κατωτ. Ἐξετάζω ἢ [[δοκιμάζω]] τι, τινὸς Ὀδ. Π. 319, Ψ. 114· καὶ ἀπολ., Ι. 281. 2) μετ’ ἀπαρ. = πειράομαι, ἐπιχειρῶ νὰ πράξω τι, Πράξεις Ἀποστ. ιϚ΄, κδ΄, 6· οὕτω, π. τινι, ἐπιχειρῶ τι, Λουκ. Ἔρωτ. 26, 36, κ. ἀλλ.· ἀπολ, [[κάμνω]] ἀπόπειραν, Πολυβ. Ἱστ. Ἀποσπ. 60. 3) Παθ., ἤθη ... ἐν χρόνῳ πειράζεται, δοκιμάζονται, κρίνονται, Μενάνδρ. Μονόστ. 573· πεπειράσθω, ἂς γείνῃ [[δοκιμή]], Ἀριστοφ. Σφ. 1129 ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσώπ., [[δοκιμάζω]] ἢ [[ἐξετάζω]] τινά, [[ὑποβάλλω]] αὐτὸν εἰς ἐξέτασιν, Β΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ιγ΄, 5, κτλ.· τί πειράζετε τὸν θεόν; Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 10, πρβλ. Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ι΄, 9, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ζητῶ νὰ ἀποπλανήσω, «[[πειράζω]]», [[φέρω]] εἰς πειρασμόν, Ἀθηναίην Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 10· ἀπολ., ὁ πειράζων, ὁ [[πειρασμός]], ὁ [[διάβολος]], Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Θεσσ. γ΄, 5, κτλ. - Παθ., ταλαιπωροῦμαι, βασανίζομαι, ἤδη στομακάκκῃ τε καὶ σκελοτύρβῃ πειραζομένης τῆς στρατιᾶς Στράβ. 781· ὑφίσταμαι πειρασμόν, δοκιμασίαν, πειράζομαι, δοκιμάζομαι, πειρασθῆναι ὑπὸ τοῦ διαβόλου Εὐαγγ. κ. Ματθ. δ΄, 1, κ. ἀλλ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly