σφάραγος: Difference between revisions

m
Text replacement - " ," to ","
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - " ," to ",")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σφάραγος''': ὁ, ἡ μετὰ ψόφου [[ἔκρηξις]]. - Ἡ [[λέξις]] αὕτη μνημονεύεται ὑπὸ τῶν γραμματικῶν, ἀλλ’ ἀπαντᾷ μόνον ἐν τοῖς παραγώγοις [[σφαραγέομαι]], -ίζω, καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις βαρυ-, ἐρι-[[σφάραγος]]. (Ἡ [[ῥίζα]] εὕρηται ἐν τῷ Σανσκρ. Sphur΄g , sphur΄g âmi (tono), vis’ pur΄g (strepo)˙ Λιθ. spragu (crepare)˙ - δυσκόλως δύναταί τις, νὰ πεισθῇ ὅτι τὰ [[σπαργάω]], [[σφριγάω]] δὲν σχετίζονται πρὸς τὴν αὐτὴν ῥίζαν, πρβλ. [[σφαραγέομαι]] ΙΙ). - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σφάραγος]]˙ [[βρόγχος]]. [[τράχηλος]]. λαιμός. [[ψόφος]]».
|lstext='''σφάραγος''': ὁ, ἡ μετὰ ψόφου [[ἔκρηξις]]. - Ἡ [[λέξις]] αὕτη μνημονεύεται ὑπὸ τῶν γραμματικῶν, ἀλλ’ ἀπαντᾷ μόνον ἐν τοῖς παραγώγοις [[σφαραγέομαι]], -ίζω, καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις βαρυ-, ἐρι-[[σφάραγος]]. (Ἡ [[ῥίζα]] εὕρηται ἐν τῷ Σανσκρ. Sphur΄g, sphur΄g âmi (tono), vis’ pur΄g (strepo)˙ Λιθ. spragu (crepare)˙ - δυσκόλως δύναταί τις, νὰ πεισθῇ ὅτι τὰ [[σπαργάω]], [[σφριγάω]] δὲν σχετίζονται πρὸς τὴν αὐτὴν ῥίζαν, πρβλ. [[σφαραγέομαι]] ΙΙ). - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σφάραγος]]˙ [[βρόγχος]]. [[τράχηλος]]. λαιμός. [[ψόφος]]».
}}
}}
{{bailly
{{bailly