μένος: Difference between revisions

4 bytes removed ,  14 January 2022
m
Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ"
m (Text replacement - " in pl." to " in plural")
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μένος''': -εος, τό, (ἴδε *μάω) [[δύναμις]], [[ἰσχύς]], [[μάλιστα]] ὡς ἐμφαίνεται αὕτη ἐν ταχείᾳ κινήσει καὶ προσπαθείᾳ, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. [[ὅστις]] [[ἐνίοτε]] συνάπτει, [[μένος]] τε καὶ ἀλκὴ ὡς ἰσοδύναμα, Ἰλ. Ζ. 265· μ. χειρῶν Ε. 506, ἀνθ’ οὗ συνηθέστερον ἔχει μ. καὶ χεῖρες, Ζ. 502, κτλ.· [[ὡσαύτως]], [[μένος]] καὶ γυῖα [[αὐτόθι]] 27. 2) ἐπὶ ζώων, [[ἰσχύς]], [[ἀγριότης]], ὡς ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, Ἰλ. Ρ. 20· ἐπὶ ἵππων, τὸ θυμοειδὲς, τὸ θάρρος, [[αὐτόθι]] 456, 476, κτλ.· ἐπὶ κυνῶν, Ξεν. (ἴδε ἐν τέλ.). 3) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἰσχύς]], [[δύναμις]], μ. ἔγχεος Ἰλ. Π. 613· ἠελίοιο Ὀδ. Κ. 160· πυρὸς Ἰλ. Ζ. 182, Ἀριστοφ. Ἀχ. 665· ποταμῶν Ἰλ. Μ. 18, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 721· χειμῶνος Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 428· - [[ὡσαύτως]], χαλινῶν ἀναύδῳ μένει Αἰσχύλ. Ἀγ. 238· ἄτης ὁ αὐτ. ἐν Χ. 1076· οἴνου Ἱππ. 394. 51. 4) [[δύναμις]], [[ἰσχύς]], αἵτινες ἐμφαίνουσι ζωήν, [[ἑπομένως]] αὐτὴ ἡ ζωή, Ἰλ. Γ. 294· [[ψυχή]] τε [[μένος]] τε ὡς ἰσοδύναμα, Ε. 296· φυσῶσι [[μέλαν]] [[μάνος]], τὸ [[μέλαν]] [[αἷμα]] τῆς ζωῆς, Σοφ. Αἴ. 1412, πρβλ. Αἰσχύλ Ἀγ. 1067. <br />ΙΙ. ἐπὶ τῆς ψυχῆς, [[πνεῦμα]], [[ὁρμή]], [[μανία]], [[δύναμις]], [[πάθος]], [[ὀργή]], [[μένος]] ἀνδρῶν, ἡ ἐν τῇ μάχῃ [[ἐξαγρίωσις]] καὶ [[μανία]] τῶν ἀνδρῶν, Ἰλ. Β. 387· [[μένος]] Ἄρηος Σ. 264· σπανιώτερον ἐν τῷ πληθ., καὶ τοῦτο ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ φράσει μένεα πνείοντες, «θυμοῦ καὶ δυνάμεως πνέοντες, [[τουτέστι]], γέμοντες, θαρσαλέοι» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 536, κ. ἀλλ. ([[ἔνθα]] [[ἴσως]] ὁ [[ἀριθμὸς]] τοῦ μένεα ἐτέθη κατ’ ἀφομοίωσιν πρὸς τὸ πνείοντες)· - ὁ Ὅμ. [[συχνάκις]] συνάπτει [[μένος]] καὶ θυμὸς Ἰλ. Ε. 470, κ. ἀλλ., ἴδε Ἕρμ. ἐν Ὁμ. Ὕμνῳ εἰς Δήμ. 362· [[μένος]] καὶ [[θάρσος]] Ἰλ. Ε. 2, Ὀδ. Α. 321· [[μένος]] ἔλλαβε θυμὸν Ἰλ. Ψ. 468· [[μένος]] δ’ ἐμπλήσατο θυμὸν Χ. 312· μένεος δὲ μέγα φρένες ἀμφιμέλαιναι πέμπλαντο Α. 103· [[οὕτως]], ὀργῆς καὶ μένους [[ἐμπλήμενος]] Ἀριστοφ. Σφ. 427 (ἴδε ἐν τέλ.)· - μένει κατὰ δοτ., ὁρμητικῶς, μανιωδῶς, Αἰσχύλ. Θήβ. 393· παντὶ μένει Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 354. 2) ὀ [[ἐπίμονος]] σκοπὸς τοῦ ἀνθρώπου, σταθερὰ [[ἀπόφασις]], Τρωσίν, τῶν [[μένος]] αἰὲν ἀτάσθαλον, ὧν ἡ [[προθυμία]] ἀεὶ [[εἶναι]] [[ἀνόητος]], μωρά, Ἰλ. Ν. 634· [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., [[σκοπός]], [[πρόθεσις]], ἐμῶν μενέων ἀπερωεὺς Θ. 361· [[ἐντεῦθεν]], 3) [[καθόλου]], φυσικὴ [[διάθεσις]], [[φρόνημα]], ὡς τὸ Λατιν. mens, ἰδίως ἐν συνθέτοις, [[οἷον]] [[εὐμενής]], [[δυσμενής]], κτλ.· ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] ἐν χρήσει ἐπὶ τῆς διανοίας. - [[Κατὰ]] τὰς πλείστας περιστάσεις ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸ Λατ. impetus. ΙΙΙ. [[μένος]] κεῖται [[ὡσαύτως]] ἐν περιφράσει ὡς τὰ βίη, ἴς, [[σθένος]], ἱερὸν [[μένος]] Ἀλκινόοιο, ἀντὶ [[αὐτοῦ]] τοῦ Ἀλκινόου, Ὀδ.· οὕτω καὶ [[μένος]] Ἀτρείδαο, Ἕκτορος, κτλ., Ἰλ.· [[ὡσαύτως]], μένεα ἀνδρῶν Δ. 447, Ὀδ. Δ. 363· αἰθέριον μ. = [[αἰθήρ]], Ἐμπεδ. 32. - Ἡ Ὁμ. αὕτη [[λέξις]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει κατὰ τὸ πλεῖστον παρ’ Αἰσχύλ. ἐκ τῶν Ἀττικῶν ποιητῶν· [[σπανία]] δὲ παρὰ τοῖς κωμ. καὶ τοῖς πεζογράφοις τῶν Ἀττ., ἂν καὶ ὁ Ξεν. μεταχειρίζεται αὐτὴν ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[ὁρμή]], [[σφοδρότης]], [[προθυμία]] καὶ μ., [[θάρσος]] καὶ μ. Κύρ. 3. 3, 61, Ἑλλ. 7. 1, 31· ὑπὸ χαρᾶς καὶ μένους ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 6. 15.
|lstext='''μένος''': -εος, τό, (ἴδε *μάω) [[δύναμις]], [[ἰσχύς]], [[μάλιστα]] ὡς ἐμφαίνεται αὕτη ἐν ταχείᾳ κινήσει καὶ προσπαθείᾳ, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. [[ὅστις]] [[ἐνίοτε]] συνάπτει, [[μένος]] τε καὶ ἀλκὴ ὡς ἰσοδύναμα, Ἰλ. Ζ. 265· μ. χειρῶν Ε. 506, ἀνθ’ οὗ συνηθέστερον ἔχει μ. καὶ χεῖρες, Ζ. 502, κτλ.· [[ὡσαύτως]], [[μένος]] καὶ γυῖα [[αὐτόθι]] 27. 2) ἐπὶ ζώων, [[ἰσχύς]], [[ἀγριότης]], ὡς ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, Ἰλ. Ρ. 20· ἐπὶ ἵππων, τὸ θυμοειδὲς, τὸ θάρρος, [[αὐτόθι]] 456, 476, κτλ.· ἐπὶ κυνῶν, Ξεν. (ἴδε ἐν τέλ.). 3) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἰσχύς]], [[δύναμις]], μ. ἔγχεος Ἰλ. Π. 613· ἠελίοιο Ὀδ. Κ. 160· πυρὸς Ἰλ. Ζ. 182, Ἀριστοφ. Ἀχ. 665· ποταμῶν Ἰλ. Μ. 18, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 721· χειμῶνος Εὐρ. Ἡρακλ. 428· - [[ὡσαύτως]], χαλινῶν ἀναύδῳ μένει Αἰσχύλ. Ἀγ. 238· ἄτης ὁ αὐτ. ἐν Χ. 1076· οἴνου Ἱππ. 394. 51. 4) [[δύναμις]], [[ἰσχύς]], αἵτινες ἐμφαίνουσι ζωήν, [[ἑπομένως]] αὐτὴ ἡ ζωή, Ἰλ. Γ. 294· [[ψυχή]] τε [[μένος]] τε ὡς ἰσοδύναμα, Ε. 296· φυσῶσι [[μέλαν]] [[μάνος]], τὸ [[μέλαν]] [[αἷμα]] τῆς ζωῆς, Σοφ. Αἴ. 1412, πρβλ. Αἰσχύλ Ἀγ. 1067. <br />ΙΙ. ἐπὶ τῆς ψυχῆς, [[πνεῦμα]], [[ὁρμή]], [[μανία]], [[δύναμις]], [[πάθος]], [[ὀργή]], [[μένος]] ἀνδρῶν, ἡ ἐν τῇ μάχῃ [[ἐξαγρίωσις]] καὶ [[μανία]] τῶν ἀνδρῶν, Ἰλ. Β. 387· [[μένος]] Ἄρηος Σ. 264· σπανιώτερον ἐν τῷ πληθ., καὶ τοῦτο ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ φράσει μένεα πνείοντες, «θυμοῦ καὶ δυνάμεως πνέοντες, [[τουτέστι]], γέμοντες, θαρσαλέοι» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 536, κ. ἀλλ. ([[ἔνθα]] [[ἴσως]] ὁ [[ἀριθμὸς]] τοῦ μένεα ἐτέθη κατ’ ἀφομοίωσιν πρὸς τὸ πνείοντες)· - ὁ Ὅμ. [[συχνάκις]] συνάπτει [[μένος]] καὶ θυμὸς Ἰλ. Ε. 470, κ. ἀλλ., ἴδε Ἕρμ. ἐν Ὁμ. Ὕμνῳ εἰς Δήμ. 362· [[μένος]] καὶ [[θάρσος]] Ἰλ. Ε. 2, Ὀδ. Α. 321· [[μένος]] ἔλλαβε θυμὸν Ἰλ. Ψ. 468· [[μένος]] δ’ ἐμπλήσατο θυμὸν Χ. 312· μένεος δὲ μέγα φρένες ἀμφιμέλαιναι πέμπλαντο Α. 103· [[οὕτως]], ὀργῆς καὶ μένους [[ἐμπλήμενος]] Ἀριστοφ. Σφ. 427 (ἴδε ἐν τέλ.)· - μένει κατὰ δοτ., ὁρμητικῶς, μανιωδῶς, Αἰσχύλ. Θήβ. 393· παντὶ μένει Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 354. 2) ὀ [[ἐπίμονος]] σκοπὸς τοῦ ἀνθρώπου, σταθερὰ [[ἀπόφασις]], Τρωσίν, τῶν [[μένος]] αἰὲν ἀτάσθαλον, ὧν ἡ [[προθυμία]] ἀεὶ [[εἶναι]] [[ἀνόητος]], μωρά, Ἰλ. Ν. 634· [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., [[σκοπός]], [[πρόθεσις]], ἐμῶν μενέων ἀπερωεὺς Θ. 361· [[ἐντεῦθεν]], 3) [[καθόλου]], φυσικὴ [[διάθεσις]], [[φρόνημα]], ὡς τὸ Λατιν. mens, ἰδίως ἐν συνθέτοις, [[οἷον]] [[εὐμενής]], [[δυσμενής]], κτλ.· ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] ἐν χρήσει ἐπὶ τῆς διανοίας. - [[Κατὰ]] τὰς πλείστας περιστάσεις ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸ Λατ. impetus. ΙΙΙ. [[μένος]] κεῖται [[ὡσαύτως]] ἐν περιφράσει ὡς τὰ βίη, ἴς, [[σθένος]], ἱερὸν [[μένος]] Ἀλκινόοιο, ἀντὶ [[αὐτοῦ]] τοῦ Ἀλκινόου, Ὀδ.· οὕτω καὶ [[μένος]] Ἀτρείδαο, Ἕκτορος, κτλ., Ἰλ.· [[ὡσαύτως]], μένεα ἀνδρῶν Δ. 447, Ὀδ. Δ. 363· αἰθέριον μ. = [[αἰθήρ]], Ἐμπεδ. 32. - Ἡ Ὁμ. αὕτη [[λέξις]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει κατὰ τὸ πλεῖστον παρ’ Αἰσχύλ. ἐκ τῶν Ἀττικῶν ποιητῶν· [[σπανία]] δὲ παρὰ τοῖς κωμ. καὶ τοῖς πεζογράφοις τῶν Ἀττ., ἂν καὶ ὁ Ξεν. μεταχειρίζεται αὐτὴν ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[ὁρμή]], [[σφοδρότης]], [[προθυμία]] καὶ μ., [[θάρσος]] καὶ μ. Κύρ. 3. 3, 61, Ἑλλ. 7. 1, 31· ὑπὸ χαρᾶς καὶ μένους ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 6. 15.
}}
}}
{{bailly
{{bailly