καταράομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταράομαι''': ᾱρ Ὅμ., ᾰρ Ἀττ., Ἰων. -αρέομαι, μελλ. -άσομαι, Ἰων. -ήσομαι· ἀποθ., [[ἐκφέρω]] κατάρας [[ἐναντίον]] τινός, [[εὔχομαι]] τὸ κακόν, τινί τι, τῷ δὲ κατᾱρῶνται πάντες βροτοὶ ἄλγε’ [[ὀπίσσω]] Ὀδ. Τ. 330· ([[ἄνευ]] τῆς δοτ.) πολλὰ κατηρᾶτο, ἐξέφερε πολλὰς κατάρας, Ἰλ. Ι. 454· κεφαλῇ πολλὰ κ. Ἡρόδ. 2. 39, πρβλ. Δημ. 653. 5· κ. τὴν Ἶσίν τινι Ἀνθ. Π. 11. 115·- μετ’ ἀπαρ., καταρῶνται δ’ ἀπολέσθαι, εὔχονται νὰ ἀπολεσθῇ, Θέογν. 277. κ. μὴ τὰ πλοῖα στεγανὰ γενέσθαι Ἀριστ. Ἀποσπ. 513, πρβλ. 143, Πολύβ, 15. 29, 14·- [[συχν]]. μετὰ δοτ. προσ. μόνον, κατηράσατο τῷ αἰτίῳ Ξεν. Ἀν. 7. 7, 48, Ἡρόδ. 4. 184· καταρᾷ σὺ τῷ διδασκάλῳ Ἀριστοφ. Νεφ. 871, Βάτρ. 746· ἐν τῷ δήμῳ κατηρῶ Φιλίππῳ Δημ. 435. 2, κτλ.· παρὰ μεταγ., μετ’ αἰτ. προσ., καταρώμενος τοὺς πολίτας Πλουτ. Κάτων. Νεώτ. 32, Λουκ. Ὄν. 27, Εὐγγ. κ. Μάρκ. ια΄, 21·- ἀντίθ. τῷ ἐπαινεῖν, ἂν μὲν εὖ συμβουλεύσας φανῶ, πολλοὶ ἔσεσθε οἱ ἐπαινοῦντες, ἂν δὲ κακῶς, πολλοὶ οἱ καταρώμενοι Ξεν. Ἀν. 5. 6, 4· εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς Εὐγγ. κ. Ματθ. ε΄, 44· ἀπολ., [[ἐκφέρω]] κατάρας, Ἀριστοφ. Σφ. 614, Δημ. 320. 7· καταρᾶται ὁ [[κῆρυξ]] καθ’ ἑκάστην ἐκκλησίαν 653. 5·- Παρὰ τοῖς Ἑβδ. εὑρίσκομεν παθ. ἀόρ. κατηράθην ᾱ, ἐπὶ παθ. σημ.· οὕτω καὶ μτοχ. παθ. πρκμ. κατηραμένος, καθ’ οὗ [[κατάρα]] γεγένηται, [[κατάρατος]], Πλουτ. Λούκουλ. 18· πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι Ματθ.· καταραθείη ἡ [[ἡμέρα]] [[ἐκείνη]] Ἑβδ.- Περὶ τῆς χρήσεως νῦν τῶν μέσ, καὶ παθητ. ἀορίστων σοφώτατα διδάσκει ὁ Κόντος ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 471…
|lstext='''καταράομαι''': ᾱρ Ὅμ., ᾰρ Ἀττ., Ἰων. -αρέομαι, μελλ. -άσομαι, Ἰων. -ήσομαι· ἀποθ., [[ἐκφέρω]] κατάρας [[ἐναντίον]] τινός, [[εὔχομαι]] τὸ κακόν, τινί τι, τῷ δὲ κατᾱρῶνται πάντες βροτοὶ ἄλγε’ [[ὀπίσσω]] Ὀδ. Τ. 330· ([[ἄνευ]] τῆς δοτ.) πολλὰ κατηρᾶτο, ἐξέφερε πολλὰς κατάρας, Ἰλ. Ι. 454· κεφαλῇ πολλὰ κ. Ἡρόδ. 2. 39, πρβλ. Δημ. 653. 5· κ. τὴν Ἶσίν τινι Ἀνθ. Π. 11. 115·- μετ’ ἀπαρ., καταρῶνται δ’ ἀπολέσθαι, εὔχονται νὰ ἀπολεσθῇ, Θέογν. 277. κ. μὴ τὰ πλοῖα στεγανὰ γενέσθαι Ἀριστ. Ἀποσπ. 513, πρβλ. 143, Πολύβ, 15. 29, 14·- συχν. μετὰ δοτ. προσ. μόνον, κατηράσατο τῷ αἰτίῳ Ξεν. Ἀν. 7. 7, 48, Ἡρόδ. 4. 184· καταρᾷ σὺ τῷ διδασκάλῳ Ἀριστοφ. Νεφ. 871, Βάτρ. 746· ἐν τῷ δήμῳ κατηρῶ Φιλίππῳ Δημ. 435. 2, κτλ.· παρὰ μεταγ., μετ’ αἰτ. προσ., καταρώμενος τοὺς πολίτας Πλουτ. Κάτων. Νεώτ. 32, Λουκ. Ὄν. 27, Εὐγγ. κ. Μάρκ. ια΄, 21·- ἀντίθ. τῷ ἐπαινεῖν, ἂν μὲν εὖ συμβουλεύσας φανῶ, πολλοὶ ἔσεσθε οἱ ἐπαινοῦντες, ἂν δὲ κακῶς, πολλοὶ οἱ καταρώμενοι Ξεν. Ἀν. 5. 6, 4· εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς Εὐγγ. κ. Ματθ. ε΄, 44· ἀπολ., [[ἐκφέρω]] κατάρας, Ἀριστοφ. Σφ. 614, Δημ. 320. 7· καταρᾶται ὁ [[κῆρυξ]] καθ’ ἑκάστην ἐκκλησίαν 653. 5·- Παρὰ τοῖς Ἑβδ. εὑρίσκομεν παθ. ἀόρ. κατηράθην ᾱ, ἐπὶ παθ. σημ.· οὕτω καὶ μτοχ. παθ. πρκμ. κατηραμένος, καθ’ οὗ [[κατάρα]] γεγένηται, [[κατάρατος]], Πλουτ. Λούκουλ. 18· πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι Ματθ.· καταραθείη ἡ [[ἡμέρα]] [[ἐκείνη]] Ἑβδ.- Περὶ τῆς χρήσεως νῦν τῶν μέσ, καὶ παθητ. ἀορίστων σοφώτατα διδάσκει ὁ Κόντος ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 471…
}}
}}
{{bailly
{{bailly