3,277,111
edits
m (Text replacement - "ἡ" to "ἡ") |
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρωτόγονος''': -ον, [[ὡσαύτως]], -η, -ον, Παυσ. 1. 31, 4· - πρωτότοκος, πρῶτος γεννώμενος, πρώϊμος, ἄρνες, ἔριφοι, κτλ., Ἰλ. Δ. 102, 120. - [[Κατὰ]] Πολυδ. Δ', 208, «πρωτότοκοι παῖδες, καὶ πρωτόγονοι ὁμοίως», Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 541, 590· πρωτόγονός τε φοίνιξ, ὁ κατὰ πρῶτον φυείς, Εὐρ. Ἑκ. 458· - ἐπὶ παιδίου (ἴδε τελετὴ ΙΙ), πρ. [[θάλος]] ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 209· πρ. τῶν τέκνων Συλλ. Ἐπιγρ. 3823· | |lstext='''πρωτόγονος''': -ον, [[ὡσαύτως]], -η, -ον, Παυσ. 1. 31, 4· - πρωτότοκος, πρῶτος γεννώμενος, πρώϊμος, ἄρνες, ἔριφοι, κτλ., Ἰλ. Δ. 102, 120. - [[Κατὰ]] Πολυδ. Δ', 208, «πρωτότοκοι παῖδες, καὶ πρωτόγονοι ὁμοίως», Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 541, 590· πρωτόγονός τε φοίνιξ, ὁ κατὰ πρῶτον φυείς, Εὐρ. Ἑκ. 458· - ἐπὶ παιδίου (ἴδε τελετὴ ΙΙ), πρ. [[θάλος]] ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 209· πρ. τῶν τέκνων Συλλ. Ἐπιγρ. 3823· συχν. παρὰ τοῖς Ἐκκλ. 2) ἐπὶ τάξεως κοινωνικῆς, πρ. οἶκοι, ὑψηλῆς καταγωγῆς (εὐγενεῖς, Σχόλ.), Φιλ. 180. 3) ὁ πρῶτος ὁρισθείς, [[ὄρχησις]] Λουκ. π. Ὀρχ. 7. 4) Πρωτόγονη, ἡ, ἐπώνυμον τῆς Περσεφόνης, Παυσ. ἔνθ’ ἀνωτ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |