χέζω: Difference between revisions

4 bytes removed ,  31 January 2022
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
mNo edit summary
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χέζω''': μελλ. χεσοῦμαι Ἀριστοφ. Σφ. 941, Εἰρήν. 1235· καὶ καταχέσομαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 207· - ἀόρ. α΄ ἔχεσα ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 320, 808, (ἐγ-) [[αὐτόθι]] 347, (κατ-) Νεφ. 174· καὶ ἀόρ. β΄ ἕχεσον (κατ-) Ἀλκαῖος Κωμικ. ἐν «Γανυμήδει» 4, ἀπαρέμφ. χεσεῖν Ἀριστοφ. Θεσμ. 570, Ἀνθ. Π. 7. 683· - πρκμ. κέχοδα (ἴδε ἐγ-, ἐπι-[[χέζω]])· παθητ. κέχεσμαι ἴδε κατωτ. (Ἐκ τῆς √ΧΕΔ παράγονται καὶ αἱ λέξ. χόδος, χόδανος, μυό χοδον· πρβλ. Σανσκρ. had, had-ê (laxare alvuni)· Ἀγγλο-Σαξον. scit-e· Ἀρχ. Γερμ. sciz-u· - [[ὥστε]] φαίνεται ὅτι ἀπώλετο τὸ ἀρκτικὸν σ). Ὡς καὶ νῦν, ἀποπατῶ, [[συχν]]. παρ’ Ἀριστοφ.· παροιμ.: εἰ [[μηδὲ]] χέσαι γ’ αὐτῷ σχολὴ γενήσεται Στράττις ἐν «Χρυσίππῳ» 1· - μετ’ αἰτ., σησαμίδας δὲ χέζει, μῆλα δὲ χρέμπτεται Εὔπολις ἐν «Κόλαξι» 17· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ (ὡς λογοπαίγνιον), χέσαιτο γὰρ εἰ μαχέσαιτο Ἀριστοφ. Ἱππ. 1057. - Παθ., [[σπέλεθος]] [[ἀρτίως]] κεχεσμένος, [[κόπρος]] [[ἀρτίως]] ἐκπεσοῦσα τῆς ἕδρας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 1170.
|lstext='''χέζω''': μελλ. χεσοῦμαι Ἀριστοφ. Σφ. 941, Εἰρήν. 1235· καὶ καταχέσομαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 207· - ἀόρ. α΄ ἔχεσα ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 320, 808, (ἐγ-) [[αὐτόθι]] 347, (κατ-) Νεφ. 174· καὶ ἀόρ. β΄ ἕχεσον (κατ-) Ἀλκαῖος Κωμικ. ἐν «Γανυμήδει» 4, ἀπαρέμφ. χεσεῖν Ἀριστοφ. Θεσμ. 570, Ἀνθ. Π. 7. 683· - πρκμ. κέχοδα (ἴδε ἐγ-, ἐπι-[[χέζω]])· παθητ. κέχεσμαι ἴδε κατωτ. (Ἐκ τῆς √ΧΕΔ παράγονται καὶ αἱ λέξ. χόδος, χόδανος, μυό χοδον· πρβλ. Σανσκρ. had, had-ê (laxare alvuni)· Ἀγγλο-Σαξον. scit-e· Ἀρχ. Γερμ. sciz-u· - [[ὥστε]] φαίνεται ὅτι ἀπώλετο τὸ ἀρκτικὸν σ). Ὡς καὶ νῦν, ἀποπατῶ, συχν. παρ’ Ἀριστοφ.· παροιμ.: εἰ [[μηδὲ]] χέσαι γ’ αὐτῷ σχολὴ γενήσεται Στράττις ἐν «Χρυσίππῳ» 1· - μετ’ αἰτ., σησαμίδας δὲ χέζει, μῆλα δὲ χρέμπτεται Εὔπολις ἐν «Κόλαξι» 17· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ (ὡς λογοπαίγνιον), χέσαιτο γὰρ εἰ μαχέσαιτο Ἀριστοφ. Ἱππ. 1057. - Παθ., [[σπέλεθος]] [[ἀρτίως]] κεχεσμένος, [[κόπρος]] [[ἀρτίως]] ἐκπεσοῦσα τῆς ἕδρας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 1170.
}}
}}
{{bailly
{{bailly