σπουδάζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - "distd." to "distinguished")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σπουδάζω''': Ἀττ. μέλλ. -άσομαι Πλάτ. Εὐθύφρων 3Ε, Δημ. 583. 2, μεταγενέστ. -άσω Πολύβ. 3. 5, 8, Διόδ., κλπ. -ἀόριστ. ἐσπούδασα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 507, Πλάτ. Φαίδων 114Ε· -πρκμ. ἐσπούδακα Ἀριστοφ. Σφ. 694, Πλάτ., κλπ. - Μέσ., ἴδε ἀνωτ., καὶ πρβλ. [[διασπουδάζω]]. - Παθ., μέλλ.σπουδασθήσομαι Αἰλ. π. Ζ. 4. 13· ἀόρ. ἐσπουδάσθην Στράβ. 833, Πλούτ.· πρκμ. ἐσπούδασμαι Πλάτ. Λῦσ. 219Ε, ἴδε κατωτ. Ι. ἀμεταβ., [[σπεύδω]], ἐπείγομαι. 1) ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι [[πολυάσχολος]], ἀσχολοῦμαι ἐπιμελῶς καὶ προθύμως [[ὅπως]] πράξω τι, μετ’ ἀπαρεμφ., Σοφ. Ο. Κ. 1143, Εὐρ. Ἑκ. 817, Πλάτ., κλπ.· ὅτ’ ἐσπούδαζες ἄρχειν, ἦσο [[πρόθυμος]] νὰ κυβερνήσῃς, Εὐρ. Ι. Α. 337· μετὰ μετοχ., σπ. διδάσκων Ξεν. Οἰκ. 9, 1· [[συχν]]. [[ὡσαύτως]], σπ. [[περί]] τινος ἢ τι Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 8, Πλάτ. Πολ. 330C, κτλ.· ὑπέρ τινος Δημ. 1371. 10· εἴς τι ὁ αὐτ. 577. 15· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 617. 10· ἐπί τινι Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 11· μετὰ δοτ., σπ. γάμῳ Ἀρισταίν. 2. 3· σπουδάζοντα τοῖς πράγμασι τοῖς ὀνόμασι παίζειν Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 12· σπ. [[ὅπως]].., προσπαθῶ νά.., Δημ. 1053. 21. 2) ἐπὶ προσώπων, σπ. [[πρός]] τινα, εἶμαι πολὺ ἠσχολημένος εἴς τινα, Πλάτ. Γοργ. 510C, κτλ.· εἴς τινα Ἀνθ. Π. 9. 422· σπ. [[περί]] τινα, εἶμαι ἀνυπόμονος ἢ [[ἀνήσυχος]] περὶ τῆς ἐπιτυχίας τινός, ἐνεργῶ ὑπέρ τινος, Ἰσοκρ. 4Α, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 13, κτλ.· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 4, 1· ὑπέρ τινος 583. 2, κτλ.· οὕτω, σπ. τινὶ Πλουτ. Ἀρτοξ. 21, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 11, 27. 3) ἀπολ., εἶμαι [[σπουδαῖος]], [[σοβαρός]], οὐχὶ [[ἐπιπόλαιος]] καὶ [[παιγνιώδης]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 813, καὶ [[συχν]]. παρὰ Πλάτ.· ἀντίθετον τῷ σκώπτειν καὶ κωμῳδεῖν, Ἀριστοφ. Πλ. 557· σπουδάζει [[ταῦτα]] ἢ παίζει; Πλάτ. Γοργ. 481Β, κτλ.· ἐσπούδακας ὅτι ἐπελαβόμην ἐρεσχηλῶν σε, τὸ ἔλαβες ὑπὸ σπουδαίαν ἔποψιν [[ἐπειδὴ]] ἐγώ.., ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 236Β· ἐσπουδάκατον, εἰργάσθησαν σπουδαίως, προθύμως, «δυνατά», Ἀριστοφ. Σφ. 694, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 21C· [[μάλα]] ἐσπουδακότι προσώπῳ, μετὰ προσώπου [[λίαν]] σπουδαίου, πλήρους σπουδαιότητος, Ξεν. Συμπ. 2, 17· ἐσπουδακυῖα, μετὰ σπουδῆς, «μετὰ βίας», «βιαστικά», Ἀριστοφ. Θεσμ. 572· ἐσπουδακώς, προθύμως, μετὰ σπουδῆς, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 37. ΙΙ. μεταβ., 1) μετ’ αἰτ. πράγματ., [[πράττω]] τι μετὰ σπουδῆς ἢ προθυμίας, τὸ αὑτοῦ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 507· ἡδονὰς Πλάτ. Φαίδων 114Ε, κτλ.· ἀντίθετον τῷ παρέργῳ χρῆσθαί τινι, ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 273D· τὰ [[ἑαυτοῦ]] ἡδέα Ξεν. Συμπ. 8, 17· σπ. τοῦτο, [[ὅπως]] ... ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 11, 10. - Παθ., σπουδάζεταί τι, μετὰ ζήλου ἐπιδιώκεται, πᾶν ὅ τι σπ. Εὐρ. Ἱκέτ. 761· ἀγὼν σπ. Ξεν. Λακ. 10, 3· χρήματα μετὰ πολλῆς δαπάνης σπ. Πλάτ. 485Ε· ἡ [[κωμῳδία]] διὰ τὸ μὴ σπουδάζεσθαι ... ἔλαθεν, [[ἐπειδὴ]] δὲν ἀπεδίδετο πολλὴ [[ἐπιμέλεια]] εἰς αὐτήν, Ἀριστ. Ποιητ. 5, 3· οὐ [[πάνυ]] σπουδάζεται ὑπ’ αὐτῶν, δὲν ἐκτιμᾶται πολύ, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 11· - [[μάλιστα]] ἐν τῇ μετοχ. τοῦ πρκμ., ἡ τῶν χρημάτων ἐσπουδασμένη [[σπουδή]], ἡ μετὰ σπουδῆς ἐπιδίωξις αὐτῶν, Πλάτ. Λῦσ. 219Ε· προοίμια θαυμαστῶς ἐσπουδασμένα, μετὰ πολλῆς σπουδῆς ἐξειργασμένα, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 722D, πρβλ. 659Ε· οὕτω, τὰ [[μάλιστα]] ἐσπ. [[σῖτα]] καὶ ποτά, τὰ ἐκλεκτότατα, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 38· εἰ [[ταῦτα]] ἐσπουδασμένα ἐτέθη ἐν γράμμασι, ἂν ἡ [[ἐπιμέλεια]] [[ἐκείνη]] μετὰ σπουδῆς ἐχρησιμοποιεῖτο εἰς τὰ γράμματα, Πλάτ. Ἐπιστ. 344C· αἱ ἐσπουδασμέναι παιδιαὶ Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 15, πρβλ. Πολιτ. 7. 17, 5 2) Παθ., [[ὡσαύτως]], ἐπὶ προσώπων, [[γίνομαι]] ἀντικείμενον σεβασμοῦ, ἀντίθετ. τῷ καταφρονεῖσθαι, Ἀριστ. Ρητ. 2. 3, 7· [[γίνομαι]] ἀντικείμενον ἔρωτος, Στράβ. 833, Πλουτ. Θεμ. 5, Διογ. Λ. 5. 75· ἐπὶ γυναικῶν, Πλουτ. Κίμ. 4, πρβλ. Ἀρτοξ. 26. β) παρὰ τοῖς Ἑβδ., [[ταράσσω]], ἐνοχλῶ τινα, Ἰὼβ ΚΒ΄, 10, ΚΓ΄, 16.
|lstext='''σπουδάζω''': Ἀττ. μέλλ. -άσομαι Πλάτ. Εὐθύφρων 3Ε, Δημ. 583. 2, μεταγενέστ. -άσω Πολύβ. 3. 5, 8, Διόδ., κλπ. -ἀόριστ. ἐσπούδασα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 507, Πλάτ. Φαίδων 114Ε· -πρκμ. ἐσπούδακα Ἀριστοφ. Σφ. 694, Πλάτ., κλπ. - Μέσ., ἴδε ἀνωτ., καὶ πρβλ. [[διασπουδάζω]]. - Παθ., μέλλ.σπουδασθήσομαι Αἰλ. π. Ζ. 4. 13· ἀόρ. ἐσπουδάσθην Στράβ. 833, Πλούτ.· πρκμ. ἐσπούδασμαι Πλάτ. Λῦσ. 219Ε, ἴδε κατωτ. Ι. ἀμεταβ., [[σπεύδω]], ἐπείγομαι. 1) ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι [[πολυάσχολος]], ἀσχολοῦμαι ἐπιμελῶς καὶ προθύμως [[ὅπως]] πράξω τι, μετ’ ἀπαρεμφ., Σοφ. Ο. Κ. 1143, Εὐρ. Ἑκ. 817, Πλάτ., κλπ.· ὅτ’ ἐσπούδαζες ἄρχειν, ἦσο [[πρόθυμος]] νὰ κυβερνήσῃς, Εὐρ. Ι. Α. 337· μετὰ μετοχ., σπ. διδάσκων Ξεν. Οἰκ. 9, 1· συχν. [[ὡσαύτως]], σπ. [[περί]] τινος ἢ τι Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 8, Πλάτ. Πολ. 330C, κτλ.· ὑπέρ τινος Δημ. 1371. 10· εἴς τι ὁ αὐτ. 577. 15· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 617. 10· ἐπί τινι Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 11· μετὰ δοτ., σπ. γάμῳ Ἀρισταίν. 2. 3· σπουδάζοντα τοῖς πράγμασι τοῖς ὀνόμασι παίζειν Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 12· σπ. [[ὅπως]].., προσπαθῶ νά.., Δημ. 1053. 21. 2) ἐπὶ προσώπων, σπ. [[πρός]] τινα, εἶμαι πολὺ ἠσχολημένος εἴς τινα, Πλάτ. Γοργ. 510C, κτλ.· εἴς τινα Ἀνθ. Π. 9. 422· σπ. [[περί]] τινα, εἶμαι ἀνυπόμονος ἢ [[ἀνήσυχος]] περὶ τῆς ἐπιτυχίας τινός, ἐνεργῶ ὑπέρ τινος, Ἰσοκρ. 4Α, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 13, κτλ.· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 4, 1· ὑπέρ τινος 583. 2, κτλ.· οὕτω, σπ. τινὶ Πλουτ. Ἀρτοξ. 21, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 11, 27. 3) ἀπολ., εἶμαι [[σπουδαῖος]], [[σοβαρός]], οὐχὶ [[ἐπιπόλαιος]] καὶ [[παιγνιώδης]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 813, καὶ συχν. παρὰ Πλάτ.· ἀντίθετον τῷ σκώπτειν καὶ κωμῳδεῖν, Ἀριστοφ. Πλ. 557· σπουδάζει [[ταῦτα]] ἢ παίζει; Πλάτ. Γοργ. 481Β, κτλ.· ἐσπούδακας ὅτι ἐπελαβόμην ἐρεσχηλῶν σε, τὸ ἔλαβες ὑπὸ σπουδαίαν ἔποψιν [[ἐπειδὴ]] ἐγώ.., ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 236Β· ἐσπουδάκατον, εἰργάσθησαν σπουδαίως, προθύμως, «δυνατά», Ἀριστοφ. Σφ. 694, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 21C· [[μάλα]] ἐσπουδακότι προσώπῳ, μετὰ προσώπου [[λίαν]] σπουδαίου, πλήρους σπουδαιότητος, Ξεν. Συμπ. 2, 17· ἐσπουδακυῖα, μετὰ σπουδῆς, «μετὰ βίας», «βιαστικά», Ἀριστοφ. Θεσμ. 572· ἐσπουδακώς, προθύμως, μετὰ σπουδῆς, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 37. ΙΙ. μεταβ., 1) μετ’ αἰτ. πράγματ., [[πράττω]] τι μετὰ σπουδῆς ἢ προθυμίας, τὸ αὑτοῦ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 507· ἡδονὰς Πλάτ. Φαίδων 114Ε, κτλ.· ἀντίθετον τῷ παρέργῳ χρῆσθαί τινι, ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 273D· τὰ [[ἑαυτοῦ]] ἡδέα Ξεν. Συμπ. 8, 17· σπ. τοῦτο, [[ὅπως]] ... ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 11, 10. - Παθ., σπουδάζεταί τι, μετὰ ζήλου ἐπιδιώκεται, πᾶν ὅ τι σπ. Εὐρ. Ἱκέτ. 761· ἀγὼν σπ. Ξεν. Λακ. 10, 3· χρήματα μετὰ πολλῆς δαπάνης σπ. Πλάτ. 485Ε· ἡ [[κωμῳδία]] διὰ τὸ μὴ σπουδάζεσθαι ... ἔλαθεν, [[ἐπειδὴ]] δὲν ἀπεδίδετο πολλὴ [[ἐπιμέλεια]] εἰς αὐτήν, Ἀριστ. Ποιητ. 5, 3· οὐ [[πάνυ]] σπουδάζεται ὑπ’ αὐτῶν, δὲν ἐκτιμᾶται πολύ, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 11· - [[μάλιστα]] ἐν τῇ μετοχ. τοῦ πρκμ., ἡ τῶν χρημάτων ἐσπουδασμένη [[σπουδή]], ἡ μετὰ σπουδῆς ἐπιδίωξις αὐτῶν, Πλάτ. Λῦσ. 219Ε· προοίμια θαυμαστῶς ἐσπουδασμένα, μετὰ πολλῆς σπουδῆς ἐξειργασμένα, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 722D, πρβλ. 659Ε· οὕτω, τὰ [[μάλιστα]] ἐσπ. [[σῖτα]] καὶ ποτά, τὰ ἐκλεκτότατα, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 38· εἰ [[ταῦτα]] ἐσπουδασμένα ἐτέθη ἐν γράμμασι, ἂν ἡ [[ἐπιμέλεια]] [[ἐκείνη]] μετὰ σπουδῆς ἐχρησιμοποιεῖτο εἰς τὰ γράμματα, Πλάτ. Ἐπιστ. 344C· αἱ ἐσπουδασμέναι παιδιαὶ Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 15, πρβλ. Πολιτ. 7. 17, 5 2) Παθ., [[ὡσαύτως]], ἐπὶ προσώπων, [[γίνομαι]] ἀντικείμενον σεβασμοῦ, ἀντίθετ. τῷ καταφρονεῖσθαι, Ἀριστ. Ρητ. 2. 3, 7· [[γίνομαι]] ἀντικείμενον ἔρωτος, Στράβ. 833, Πλουτ. Θεμ. 5, Διογ. Λ. 5. 75· ἐπὶ γυναικῶν, Πλουτ. Κίμ. 4, πρβλ. Ἀρτοξ. 26. β) παρὰ τοῖς Ἑβδ., [[ταράσσω]], ἐνοχλῶ τινα, Ἰὼβ ΚΒ΄, 10, ΚΓ΄, 16.
}}
}}
{{bailly
{{bailly