παίγνιον: Difference between revisions

m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - " in pl." to " in plural")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παίγνιον''': τό, τὸ χρησιμεῦον πρὸς παιδιάν, «παιγνιδάκι», [[ἄνθρωπος]] θεοῦ τι [[παίγνιον]] [[εἶναι]] Πλάτ. Νόμ. 803C, πρβλ. Πολιτ. 288C· [[συχν]]. ἐν τῷ πληθ., Ἔφιππ. ἐν Ἀδήλ. 3, Πλάτ. Νόμ.· 797Β, κτλ.· ― ἐν τῷ πληθ., [[ὡσαύτως]] ὁ μεθ’ οὗ παίζει τις, πεφιλημένον [[πρόσωπον]], Λατ. deliciae, ἀλλ’ οὐκ ἄν ποθ’ ὑφαρπάσαιο τἀμὰ παίγνια λέγει ἡ [[γραῦς]] ἐν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 922, Πλουτ. Ἀντ. 59. ΙΙ. παρὰ Θεοκρ. 15. 50, οἱ Αἰγύπτιοι καλοῦνται κακὰ παίγνια, κακότροποι, ἀπατεῶνες, ― ἐκτὸς ἄν λάβωμεν τὸ οὐδέτ. ὡς σύστοιχον αἰτ. τοῦ [[παίζω]]. ΙΙΙ. [[παιδιά]], «παιγνίδι», Κουρήτων ἐνόπλια π. Πλάτ. Νόμ. 796Β· διασκεδαστικὸν [[ποίημα]], Φιλήτ. παρὰ Στοβ. τ. 81. 4, Πολύβ. 16. 21, 12, καὶ Ἀνθ.· ἐπὶ τῶν ποιημάτων τοῦ Θεοκρίτου, Αἰλ. π. Ζ. 15. 19· κωμικὴ [[παράστασις]], [[κωμῳδία]], Πλάτ. Νόμ. 816Ε, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Γεροντομανίᾳ» 1, πρβλ. Ἔφιππον ἐν «Ἐμπολῇ» 2, Suet. August. 99 ἐπὶ τοῦ τερπνοῦ ᾄσματος τοῦ τέττιγος, Ἀνθολ. Π. 7. 196. 6.
|lstext='''παίγνιον''': τό, τὸ χρησιμεῦον πρὸς παιδιάν, «παιγνιδάκι», [[ἄνθρωπος]] θεοῦ τι [[παίγνιον]] [[εἶναι]] Πλάτ. Νόμ. 803C, πρβλ. Πολιτ. 288C· συχν. ἐν τῷ πληθ., Ἔφιππ. ἐν Ἀδήλ. 3, Πλάτ. Νόμ.· 797Β, κτλ.· ― ἐν τῷ πληθ., [[ὡσαύτως]] ὁ μεθ’ οὗ παίζει τις, πεφιλημένον [[πρόσωπον]], Λατ. deliciae, ἀλλ’ οὐκ ἄν ποθ’ ὑφαρπάσαιο τἀμὰ παίγνια λέγει ἡ [[γραῦς]] ἐν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 922, Πλουτ. Ἀντ. 59. ΙΙ. παρὰ Θεοκρ. 15. 50, οἱ Αἰγύπτιοι καλοῦνται κακὰ παίγνια, κακότροποι, ἀπατεῶνες, ― ἐκτὸς ἄν λάβωμεν τὸ οὐδέτ. ὡς σύστοιχον αἰτ. τοῦ [[παίζω]]. ΙΙΙ. [[παιδιά]], «παιγνίδι», Κουρήτων ἐνόπλια π. Πλάτ. Νόμ. 796Β· διασκεδαστικὸν [[ποίημα]], Φιλήτ. παρὰ Στοβ. τ. 81. 4, Πολύβ. 16. 21, 12, καὶ Ἀνθ.· ἐπὶ τῶν ποιημάτων τοῦ Θεοκρίτου, Αἰλ. π. Ζ. 15. 19· κωμικὴ [[παράστασις]], [[κωμῳδία]], Πλάτ. Νόμ. 816Ε, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Γεροντομανίᾳ» 1, πρβλ. Ἔφιππον ἐν «Ἐμπολῇ» 2, Suet. August. 99 ἐπὶ τοῦ τερπνοῦ ᾄσματος τοῦ τέττιγος, Ἀνθολ. Π. 7. 196. 6.
}}
}}
{{bailly
{{bailly