ῥύομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - " ," to ",")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥύομαι''': Ἰλ., Ἡρόδ., Τραγ.· Ἐπικ. β΄ ἑνικ. παρατ. ῥύσκευ ἐκ παραλλήλου τύπου [[ῥύσκομαι]], Ἰλ. Ω. 730· - μέλλ. ῥύσομαι [ῡ] Ἡσ. Θεογ. 662, Ἡρόδ., Τραγικ.· γ΄ πληθ. ῥυσεῦνται Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 112: - ἀόρ. ἐρρῡσάμην Ἰλ., Τραγ., Διον. Ἁλ. 4. 68, κτλ.· [[ὡσαύτως]] Ἐπικ. συγκεκομ. ἀόρ. β΄ (ἔχων τύπον ὑπερσ.) ἔρῡτο (ἴδε κατωτ.), γ΄ πληθ. [[ῥύατο]] Ἰλ. Σ. 515, ἔρυντο Θεόκρ. 25. 76· ἀπαρ. [[ῥῦσθαι]] Ἰλ. Ο. 141· - ἀποθ.· ἀλλὰ παρὰ μεταγεν. ὁ ἀόρ. ἐρρύσθην [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. σημασίας, Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 74, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. δ΄, 17, Ἡλιόδ. 10. 7. (Τὸ ἐνεργ. ῥύω δὲν ἀπαντᾷ, ἀντ’ [[αὐτοῦ]] δὲ [[εἶναι]] ἐν χρήσει τὸ [[ἐρύω]], [[σύρω]]. Ἀλλὰ τὰ παράγωγα [[ῥύσιον]], [[ῥυσός]], [[ῥυτήρ]], [[ῥύτωρ]], [[ῥυτόν]], [[ῥυτίς]], κτλ. δεικνύουσιν ὅτι τὸ ἐνεργ. ῥύω ὑπῆρχε [[τοὐλάχιστον]] κατ’ ἔννοιαν ἂν μὴ κατὰ τύπον· - καὶ ὅτι ἡ ἐνεργ. σημασ. τοῦ [[ἐρύω]] μετέπιπτεν [[ἐνίοτε]] εἰς τὴν τοῦ [[ῥύομαι]], φαίνεται ἐκ της σημασίας ΙΙΙ, ὡς καὶ ἐκ τῶν λέξεων [[ῥύσιον]], [[ῥύσιος]], [[ῥυτήρ]]). [Ὁ [[Ὅμηρος]] καὶ οἱ Ἀττικ. ποιηταὶ ἔχουσιν ῠ ἐν τῇ ὁριστικῇ τοῦ ἐνεστ.· ἀλλ’ ὁ Ὅμηρ. ποιεῖ τὸ υ μακρὸν ἐν τοῖς ῥύομ’ ῥύετ’ ἐν ἀρχῇ στίχου, Ἰλ. Ο. 257, Π. 799· οὕτω, ῥῡομένους Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 449· - ὁ Ὅμηρ. ἔχει ἀεὶ ῡ ἐν τῇ εὐκτικῇ ῥύοιτο, Ἰλ. Μ. 8, Ρ. 224· ἐν τῷ γ΄ πληθ. τοῦ ἀορ. β΄ [[ῥύατο]], Σ. 415, Ὀδ. Ρ. 201· - ῡ ἀεὶ ἐν τῷ μέλλ. ῥύσομαι, Ἡσ. καὶ Ἀττ.· καὶ ἐν τῷ ἀορ. α΄, οὗ ὁ Ὅμηρ. ἔχει τοῦς τύπους ἐρρύσατο, ῥυσάσθην, ῥύσαιτο, ῥῦσαι, (ῠ μόνον [[ἅπαξ]] ἐν τῷ ῥῠσάμην Ἰλ. Ο. 29)· ῡ [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ τύπῳ ἔρῡτο Ψ. 819, Σοφ. Ο. Τ. 1351 (ἐν λυρικ. χωρίοις), ἂν καὶ ὁ Ἡσ. ἐν Θεογ. 301 ἔχει ἔρῠτο]. Κυρίως, [[σύρω]] πρὸς ἐμαυτόν, δηλ. [[σύρω]] ἐκτὸς κινδύνου, λυτρώνω, σῴζω, Ὅμηρ. Ἡσ. καὶ Ἀττ. ποιητ., [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡροδ., ἀλλὰ σχεδὸν δὲν εὑρίσκεται ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ, ῥ. τινα Ὅμηρ., κλ.· [[συχνάκις]] ἕπεται προσδιορισμὸς ἐμπρόθετος, ῥ. τινα ὑπὲκ θανάτου, ὑπὲκ κακοῦ, σῴζειν τινὰ ἐκ .., Ἰλ. Υ. 300, Ὀδ. Μ. 107· ὑπ’ [[ἠέρος]] Ἰλ. Ρ. 645, πρβλ. 224· ἐκ πόνων Πινδ. Π. 12.32· ἐκ τοῦ κακοῦ Ἡρόδ. 1. 87, κτλ.· ἐκ χερῶν μιαιφόνων Εὐρ. Ὀρ. 1563· [[ὡσαύτως]], ἀπὸ φόνου Σοφ. Ο. Τ. 1352· ἀπὸ τοῦ πονηροῦ Εὐαγγ. κ. Ματθ. ς΄, 13· - οὕτω μετὰ γεν., ῥ. τινα τοῦ μὴ κατακαυθῆναι Ἡρόδ. 1. 86· τινα μάχας Πινδ. Ι. 8 (7), 114· κακῶν μυρίων Εὐρ. Ἄλκ. 77· τόξων ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 165· πολέμου καὶ μανιῶν ῥ. Ἑλλάδα Ἀριστοφ. Λυσ. 342· μόνον μετ’ ἀπαρ., ῥ. τινα θανεῖν Εὐρ. Ἄλκ. 11· τινα μὴ κατθανεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 197, πρβλ. Ὀρ. 599, Ἡρόδ. 7. 11· - [[ὡσαύτως]], σῴζω ἀπὸ ἀσθενείας, [[θεραπεύω]], ἰῶμαι, ὁ αὐτ. 4. 187· [[καθόλου]], 3. 132. 2) ἀπολυτρώνω, τὸν [[ἔνθεν]] ῥυσάμην Ἰλ. Ο. 29· ἐκ δουλοσύνης Ἡρόδ. 5. 49., 9.90· δουλοσύνης [[αὐτόθι]] 76. ΙΙ. [[καθόλου]], [[προστατεύω]], φυλάττω, προφυλάττω, [[μάλιστα]] ἐπὶ τῶν προστατῶν θεῶν, Ἰλ. Ο. 257, 290, Αἰσχύλ. Θήβ. 92, κτλ.· καὶ πῶς βέβηλον [[ἄλσος]] ἂν ῥύοιτό με; ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 509· [[οὕτως]] ἐπὶ βασιλέων καὶ ἡγεμόνων, Ἰλ. Ι. 396· ἐπὶ φυλάκων ἢ φρουρῶν, Κ. 417· ἐπὶ χοιροβοσκῶν, Ὀδ. Ξ. 107, κτλ.· - [[ἐντεῦθεν]] ὁ Ὅμηρ. συχνὰ συνάπτει, ῥ. καὶ φυλάσσειν, Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ῥ. καὶ σαῶσαι Ἰλ. Ο. 290· [[οὕτως]], ἀρήγειν καὶ ῥ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 232· ῥύου με κἀκφύλασσε Σοφ. Ο. Κ. 285. 2) [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. ἐπὶ ἀμυντικῶν ὅπλων, [[καλύπτω]], [[προασπίζω]], προφυλάττω, Ἰλ. Κ. 259, Π. 799, κτλ.· ἐπὶ τείχους, Μ. 8. 3) [[ἄνευ]] ἐννοίας τινὸς ὑπερασπίσεως, [[ἁπλῶς]], [[καλύπτω]], [[προκαλύπτω]], Ὀδ. Ζ. 129. 4) παρὰ Σοφ. ἐν Ο. Τ. 312, 313, ἡ [[λέξις]] κεῖται ἐπὶ διπλῆς σημασίας, ῥῦσαι σεαυτὸν καὶ πόλιν, ῥῦσαι δ’ ἐμέ, ῥῦσαι δὲ πᾶν [[μίασμα]] τοῦ τεθνηκότος, λύτρωσον σεαυτὸν καὶ τὴν πόλιν καὶ ἐμέ, - καὶ ἀπάλλαξον ἡμᾶς ἐκ παντὸς μιάσματος...· - ἡ τελευταία δὲ αὕτη [[χρῆσις]] τοῦ ῥήματ. τούτου ὁμοιάζει πρὸς τὴν παρὰ Θουκ. 5. 63, ἔργῳ γὰρ ἀγαθῷ ῥύσεσθαι τὰς αἰτίας, νὰ ἀφαιρέσῃ, ἀναιρέσῃ τὰς κατηγορίας δι’ ἔργου ἀγαθοῦ· οὕτω, πάντα [[ταῦτα]] ... ῥύσομαι, θὰ ἀποκρούσω, Εὐρ. Ι. Α. 1383· ῥ. καμάτους Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 853. 6. ΙΙΙ. [[σύρω]] [[ὀπίσω]], κρατῶ [[ὀπίσω]], [[ἀναχαιτίζω]], [[ἐμποδίζω]], Ἠῶ ῥύσατ’ ἐπ’ ὠκεανῷ, «ἐκώλυσεν» (Ἡσύχ.), Ὀδ. Ψ. 244· νόστον ἐρυσσάμενοι Πινδ. Ν. 9. 55. IV. [[ἀποκρούω]], ἀπομακρύνω, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 8 (7). 114. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σ. 277 κἑξ.
|lstext='''ῥύομαι''': Ἰλ., Ἡρόδ., Τραγ.· Ἐπικ. β΄ ἑνικ. παρατ. ῥύσκευ ἐκ παραλλήλου τύπου [[ῥύσκομαι]], Ἰλ. Ω. 730· - μέλλ. ῥύσομαι [ῡ] Ἡσ. Θεογ. 662, Ἡρόδ., Τραγικ.· γ΄ πληθ. ῥυσεῦνται Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 112: - ἀόρ. ἐρρῡσάμην Ἰλ., Τραγ., Διον. Ἁλ. 4. 68, κτλ.· [[ὡσαύτως]] Ἐπικ. συγκεκομ. ἀόρ. β΄ (ἔχων τύπον ὑπερσ.) ἔρῡτο (ἴδε κατωτ.), γ΄ πληθ. [[ῥύατο]] Ἰλ. Σ. 515, ἔρυντο Θεόκρ. 25. 76· ἀπαρ. [[ῥῦσθαι]] Ἰλ. Ο. 141· - ἀποθ.· ἀλλὰ παρὰ μεταγεν. ὁ ἀόρ. ἐρρύσθην [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. σημασίας, Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 74, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. δ΄, 17, Ἡλιόδ. 10. 7. (Τὸ ἐνεργ. ῥύω δὲν ἀπαντᾷ, ἀντ’ [[αὐτοῦ]] δὲ [[εἶναι]] ἐν χρήσει τὸ [[ἐρύω]], [[σύρω]]. Ἀλλὰ τὰ παράγωγα [[ῥύσιον]], [[ῥυσός]], [[ῥυτήρ]], [[ῥύτωρ]], [[ῥυτόν]], [[ῥυτίς]], κτλ. δεικνύουσιν ὅτι τὸ ἐνεργ. ῥύω ὑπῆρχε [[τοὐλάχιστον]] κατ’ ἔννοιαν ἂν μὴ κατὰ τύπον· - καὶ ὅτι ἡ ἐνεργ. σημασ. τοῦ [[ἐρύω]] μετέπιπτεν [[ἐνίοτε]] εἰς τὴν τοῦ [[ῥύομαι]], φαίνεται ἐκ της σημασίας ΙΙΙ, ὡς καὶ ἐκ τῶν λέξεων [[ῥύσιον]], [[ῥύσιος]], [[ῥυτήρ]]). [Ὁ [[Ὅμηρος]] καὶ οἱ Ἀττικ. ποιηταὶ ἔχουσιν ῠ ἐν τῇ ὁριστικῇ τοῦ ἐνεστ.· ἀλλ’ ὁ Ὅμηρ. ποιεῖ τὸ υ μακρὸν ἐν τοῖς ῥύομ’ ῥύετ’ ἐν ἀρχῇ στίχου, Ἰλ. Ο. 257, Π. 799· οὕτω, ῥῡομένους Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 449· - ὁ Ὅμηρ. ἔχει ἀεὶ ῡ ἐν τῇ εὐκτικῇ ῥύοιτο, Ἰλ. Μ. 8, Ρ. 224· ἐν τῷ γ΄ πληθ. τοῦ ἀορ. β΄ [[ῥύατο]], Σ. 415, Ὀδ. Ρ. 201· - ῡ ἀεὶ ἐν τῷ μέλλ. ῥύσομαι, Ἡσ. καὶ Ἀττ.· καὶ ἐν τῷ ἀορ. α΄, οὗ ὁ Ὅμηρ. ἔχει τοῦς τύπους ἐρρύσατο, ῥυσάσθην, ῥύσαιτο, ῥῦσαι, (ῠ μόνον [[ἅπαξ]] ἐν τῷ ῥῠσάμην Ἰλ. Ο. 29)· ῡ [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ τύπῳ ἔρῡτο Ψ. 819, Σοφ. Ο. Τ. 1351 (ἐν λυρικ. χωρίοις), ἂν καὶ ὁ Ἡσ. ἐν Θεογ. 301 ἔχει ἔρῠτο]. Κυρίως, [[σύρω]] πρὸς ἐμαυτόν, δηλ. [[σύρω]] ἐκτὸς κινδύνου, λυτρώνω, σῴζω, Ὅμηρ. Ἡσ. καὶ Ἀττ. ποιητ., [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡροδ., ἀλλὰ σχεδὸν δὲν εὑρίσκεται ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ, ῥ. τινα Ὅμηρ., κλ.· [[συχνάκις]] ἕπεται προσδιορισμὸς ἐμπρόθετος, ῥ. τινα ὑπὲκ θανάτου, ὑπὲκ κακοῦ, σῴζειν τινὰ ἐκ .., Ἰλ. Υ. 300, Ὀδ. Μ. 107· ὑπ’ [[ἠέρος]] Ἰλ. Ρ. 645, πρβλ. 224· ἐκ πόνων Πινδ. Π. 12.32· ἐκ τοῦ κακοῦ Ἡρόδ. 1. 87, κτλ.· ἐκ χερῶν μιαιφόνων Εὐρ. Ὀρ. 1563· [[ὡσαύτως]], ἀπὸ φόνου Σοφ. Ο. Τ. 1352· ἀπὸ τοῦ πονηροῦ Εὐαγγ. κ. Ματθ. ς΄, 13· - οὕτω μετὰ γεν., ῥ. τινα τοῦ μὴ κατακαυθῆναι Ἡρόδ. 1. 86· τινα μάχας Πινδ. Ι. 8 (7), 114· κακῶν μυρίων Εὐρ. Ἄλκ. 77· τόξων ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 165· πολέμου καὶ μανιῶν ῥ. Ἑλλάδα Ἀριστοφ. Λυσ. 342· μόνον μετ’ ἀπαρ., ῥ. τινα θανεῖν Εὐρ. Ἄλκ. 11· τινα μὴ κατθανεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 197, πρβλ. Ὀρ. 599, Ἡρόδ. 7. 11· - [[ὡσαύτως]], σῴζω ἀπὸ ἀσθενείας, [[θεραπεύω]], ἰῶμαι, ὁ αὐτ. 4. 187· [[καθόλου]], 3. 132. 2) ἀπολυτρώνω, τὸν [[ἔνθεν]] ῥυσάμην Ἰλ. Ο. 29· ἐκ δουλοσύνης Ἡρόδ. 5. 49., 9.90· δουλοσύνης [[αὐτόθι]] 76. ΙΙ. [[καθόλου]], [[προστατεύω]], φυλάττω, προφυλάττω, [[μάλιστα]] ἐπὶ τῶν προστατῶν θεῶν, Ἰλ. Ο. 257, 290, Αἰσχύλ. Θήβ. 92, κτλ.· καὶ πῶς βέβηλον [[ἄλσος]] ἂν ῥύοιτό με; ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 509· [[οὕτως]] ἐπὶ βασιλέων καὶ ἡγεμόνων, Ἰλ. Ι. 396· ἐπὶ φυλάκων ἢ φρουρῶν, Κ. 417· ἐπὶ χοιροβοσκῶν, Ὀδ. Ξ. 107, κτλ.· - [[ἐντεῦθεν]] ὁ Ὅμηρ. συχνὰ συνάπτει, ῥ. καὶ φυλάσσειν, Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ῥ. καὶ σαῶσαι Ἰλ. Ο. 290· [[οὕτως]], ἀρήγειν καὶ ῥ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 232· ῥύου με κἀκφύλασσε Σοφ. Ο. Κ. 285. 2) συχν. παρ’ Ὁμ. ἐπὶ ἀμυντικῶν ὅπλων, [[καλύπτω]], [[προασπίζω]], προφυλάττω, Ἰλ. Κ. 259, Π. 799, κτλ.· ἐπὶ τείχους, Μ. 8. 3) [[ἄνευ]] ἐννοίας τινὸς ὑπερασπίσεως, [[ἁπλῶς]], [[καλύπτω]], [[προκαλύπτω]], Ὀδ. Ζ. 129. 4) παρὰ Σοφ. ἐν Ο. Τ. 312, 313, ἡ [[λέξις]] κεῖται ἐπὶ διπλῆς σημασίας, ῥῦσαι σεαυτὸν καὶ πόλιν, ῥῦσαι δ’ ἐμέ, ῥῦσαι δὲ πᾶν [[μίασμα]] τοῦ τεθνηκότος, λύτρωσον σεαυτὸν καὶ τὴν πόλιν καὶ ἐμέ, - καὶ ἀπάλλαξον ἡμᾶς ἐκ παντὸς μιάσματος...· - ἡ τελευταία δὲ αὕτη [[χρῆσις]] τοῦ ῥήματ. τούτου ὁμοιάζει πρὸς τὴν παρὰ Θουκ. 5. 63, ἔργῳ γὰρ ἀγαθῷ ῥύσεσθαι τὰς αἰτίας, νὰ ἀφαιρέσῃ, ἀναιρέσῃ τὰς κατηγορίας δι’ ἔργου ἀγαθοῦ· οὕτω, πάντα [[ταῦτα]] ... ῥύσομαι, θὰ ἀποκρούσω, Εὐρ. Ι. Α. 1383· ῥ. καμάτους Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 853. 6. ΙΙΙ. [[σύρω]] [[ὀπίσω]], κρατῶ [[ὀπίσω]], [[ἀναχαιτίζω]], [[ἐμποδίζω]], Ἠῶ ῥύσατ’ ἐπ’ ὠκεανῷ, «ἐκώλυσεν» (Ἡσύχ.), Ὀδ. Ψ. 244· νόστον ἐρυσσάμενοι Πινδ. Ν. 9. 55. IV. [[ἀποκρούω]], ἀπομακρύνω, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 8 (7). 114. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σ. 277 κἑξ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly