3,274,215
edits
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σομφός''': -ή, -όν, [[σπογγώδης]], πορώδης, [[ἀραιός]], σ. [[οἷον]] σπογγιὰ Ἱππ. 408. 42· ἐπὶ κισήρεως, Ἄλεξ. ἐν «Λεβ.» 5. 10· ἡ [[γλῶττα]] σὰρξ μανὴ καὶ σ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12· | |lstext='''σομφός''': -ή, -όν, [[σπογγώδης]], πορώδης, [[ἀραιός]], σ. [[οἷον]] σπογγιὰ Ἱππ. 408. 42· ἐπὶ κισήρεως, Ἄλεξ. ἐν «Λεβ.» 5. 10· ἡ [[γλῶττα]] σὰρξ μανὴ καὶ σ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12· συχν. περὶ τῶν πνευμόνων, [[αὐτόθι]] 1. 17, 7, π. Ἀναπν. 15, 1, κ. ἀλλ.· σομφὴ [[σάρξ]], ἐπὶ ἰχθύων, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 316Α· ἐπὶ ἐδάφους, χώρη σ. καὶ [[ὕπαντρος]] Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 8, πρβλ. 1. 14, 17. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ ἤχου, [[βαρυηχής]], [[βαθύφωνος]], βραχνός, σομφὸν φθέγγεσθαι Ἱππ. 471. 43· τὸ [[μέσον]] μεταξὺ τοῦ λευκὸς καὶ [[μέλας]] ἐπὶ ἤχων, ὡς τὸ φαιὸς ἐπὶ χρωμάτων, ἴδε Ἀριστ. Τοπ. 1. 13, 6 κἑξ.· [[οὕτως]] ἐν τῇ Λατ. fusca vox, ἀντίθετον τῷ candida, Κικ. Ν. D. 2. 146· πρβλ. [[ξουθός]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σομφόν· χαῦνον». (Ὁ Κούρτ. παραβάλλων τὸ Λατ. fung-us, Γοτ. svamm-s ([[σπόγγος]]), Ἀρχ. Σκανδ. svamp-r, Ἀρχ. Γερμ. swam (schwamm) ἄγεται εἰς τὸ [[συμπέρασμα]] ὅτι τὸ σομφὸς [[εἶναι]] ταὐτὸν τῷ σφόγγος, σπόγγος). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |