ἔκφυλος: Difference between revisions

m
no edit summary
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekfylos
|Transliteration C=ekfylos
|Beta Code=e)/kfulos
|Beta Code=e)/kfulos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[foreign]], [[alien]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Lex.</span>24</span>, <span class="bibl"><span class="title">Sol.</span>11</span>, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>1.4</span>; <b class="b3">ἔ. παρὰ τὴν γένεσιν</b> [[alien]] to generation, <span class="bibl">Simp. <span class="title">in Ph.</span>220.12</span>: metaph., [[strange]], [[unnatural]], [[horrible]], <span class="bibl">Str.4.4.5</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Brut.</span>36</span>; ἀνὴρ ἔ. τὸ μέγεθος <span class="bibl">Id.<span class="title">Caes.</span>69</span>. Adv. -λως, ἀττικίζειν <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VS</span>1.16.4</span>.</span>
|Definition=ον, [[foreign]], [[alien]], Luc.Lex.24, Sol.11, Porph.Abst.1.4; ἔκφυλος παρὰ τὴν γένεσιν [[alien]] to [[generation]], Simp. in Ph.220.12: metaph., [[strange]], [[unnatural]], [[horrible]], Str.4.4.5, Plu.Brut.36; ἀνὴρ ἔ. τὸ μέγεθος Id.Caes.69. Adv. [[ἐκφύλως]], [[ἀττικίζειν]] Philostr.VS1.16.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[extranjero]], [[foráneo]] ὄργανα Aristox.<i>Fr</i>.97, λέξεις Polybius 285.7<br /><b class="num">•</b>[[de otra raza o especie]] de anim. por op. a género humano, Porph.<i>Abst</i>.1.4.<br /><b class="num">2</b> [[extraño]], [[anómalo]] σῶμα Plu.<i>Brut</i>.36, ἐπιθυμία Ph.1.567, c. ac. de rel. ὄψιν εἶδε φοβερὰν ἀνδρὸς ἐκφύλου τὸ μέγεθος Plu.<i>Caes</i>.69, c. giro prep. ἄλλης οὐσίας ἐκφύλου παρὰ τὴν γένεσιν de una entidad extraña a su origen</i> Simp.<i>in Ph</i>.220.12<br /><b class="num">•</b>ref. a palabras o formas gramaticales ῥῆμα ἔ. expresión extraña</i> Luc.<i>Lex</i>.24, τὸ «καθέστητι» ἥκουσόν σου λέγοντος ὡς ἔστιν ἔκφυλον te he oído decir que καθέστητι es un barbarismo</i> Luc.<i>Sol</i>.11, c. gen. ἔκφυλα τῆς θείας μεγαλοπρεπείας ... ῥήματα palabras ajenas a la majestad divina</i> Gr.Nyss.<i>Apoll</i>.174.16<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ τῆς ἡμετέρας ἔκφυλον φύσεως lo ajeno de nuestra naturaleza</i> por op. a la divina, Gr.Nyss.<i>Apoll</i>.187.1.<br /><b class="num">3</b> ref. a costumbres [[salvaje]] neutr. subst. τὸ ἔ. [[salvajismo]] Str.4.4.5.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[de forma bárbara]] ref. al uso de la lengua [[con barbarismos]] ἀττικίζειν Philostr.<i>VS</i> 503.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[extranjero]], [[foráneo]] ὄργανα Aristox.<i>Fr</i>.97, λέξεις Polybius 285.7<br /><b class="num">•</b>[[de otra raza o especie]] de anim. por op. a género humano, Porph.<i>Abst</i>.1.4.<br /><b class="num">2</b> [[extraño]], [[anómalo]] σῶμα Plu.<i>Brut</i>.36, ἐπιθυμία Ph.1.567, c. ac. de rel. ὄψιν εἶδε φοβερὰν ἀνδρὸς ἐκφύλου τὸ μέγεθος Plu.<i>Caes</i>.69, c. giro prep. ἄλλης οὐσίας ἐκφύλου παρὰ τὴν γένεσιν de una entidad extraña a su origen</i> Simp.<i>in Ph</i>.220.12<br /><b class="num">•</b>ref. a palabras o formas gramaticales ῥῆμα ἔ. expresión extraña</i> Luc.<i>Lex</i>.24, τὸ «καθέστητι» ἥκουσόν σου λέγοντος ὡς ἔστιν ἔκφυλον te he oído decir que καθέστητι es un barbarismo</i> Luc.<i>Sol</i>.11, c. gen. ἔκφυλα τῆς θείας μεγαλοπρεπείας ... ῥήματα palabras ajenas a la majestad divina</i> Gr.Nyss.<i>Apoll</i>.174.16<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ τῆς ἡμετέρας ἔκφυλον φύσεως lo ajeno de nuestra naturaleza</i> por op. a la divina, Gr.Nyss.<i>Apoll</i>.187.1.<br /><b class="num">3</b> ref. a costumbres [[salvaje]] neutr. subst. τὸ ἔ. [[salvajismo]] Str.4.4.5.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἐκφύλως]] = [[de forma bárbara]] ref. al uso de la lengua [[con barbarismos]] [[ἀττικίζειν]] Philostr.<i>VS</i> 503.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκφυλος]], -ον)<br />Ι. <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει αλλοιωμένη [[φυσική]], πνευματική ή [[ηθική]] [[ατομικότητα]]<br />(«πνευματικά [[ἔκφυλος]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από [[διαστροφή]] του σεξουαλικού ενστίκτου, που ρέπει στην [[παρά]] [[φύση]] [[ασέλγεια]]<br /><b>3.</b> ο ηθικά διεφθαρμένος, [[ακόλαστος]], [[παραλυμένος]]<br /><b>4.</b> αυτός που αναφέρεται ή υπάγεται στον εκφυλισμό ή στον έκφυλο<br />(«έκφυλα γούστα»)<br /><b>5.</b> (για λογοτέχνες) αυτός που ασχολείται ακαλαίσθητα με ανήθικα θέματα<br /><b>6.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[έκφυλος]]<br />[[ερμαφρόδιτος]], [[γύνανδρος]], [[ανδρόγυνος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που απομακρύνεται από το παραδεδομένο και [[πρέπον]]<br /><b>2.</b> [[αντιπαθητικός]]<br /><b>3.</b> <b>(ειδ.)</b> (για ποιητή) αυτός που δεν ακολουθεί τους κανόνες της ρητορικής τέχνης<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ο ἔξω της φυλής, [[ξένος]], [[αλλόφυλος]]<br /><b>2.</b> [[ασυνήθιστος]], [[αλλόκοτος]], [[παράξενος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τερατώδης]], [[υπερφυής]], [[αφύσικος]]<br /><b>2.</b> [[φρικτός]]. II. <b>επίρρ.</b> <i>εκφύλως</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />με τρόπο έκφυλο ή διεφθαρμένο<br /><b>αρχ.</b><br />ξενικώς, με τρόπο βάρβαρο ή αλλόφυλο.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκφυλος]], -ον)<br />Ι. <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει αλλοιωμένη [[φυσική]], πνευματική ή [[ηθική]] [[ατομικότητα]]<br />(«πνευματικά [[ἔκφυλος]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από [[διαστροφή]] του σεξουαλικού ενστίκτου, που ρέπει στην [[παρά]] [[φύση]] [[ασέλγεια]]<br /><b>3.</b> ο ηθικά διεφθαρμένος, [[ακόλαστος]], [[παραλυμένος]]<br /><b>4.</b> αυτός που αναφέρεται ή υπάγεται στον εκφυλισμό ή στον έκφυλο<br />(«έκφυλα γούστα»)<br /><b>5.</b> (για λογοτέχνες) αυτός που ασχολείται ακαλαίσθητα με ανήθικα θέματα<br /><b>6.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[έκφυλος]]<br />[[ερμαφρόδιτος]], [[γύνανδρος]], [[ανδρόγυνος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που απομακρύνεται από το παραδεδομένο και [[πρέπον]]<br /><b>2.</b> [[αντιπαθητικός]]<br /><b>3.</b> <b>(ειδ.)</b> (για ποιητή) αυτός που δεν ακολουθεί τους κανόνες της ρητορικής τέχνης<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ο ἔξω της φυλής, [[ξένος]], [[αλλόφυλος]]<br /><b>2.</b> [[ασυνήθιστος]], [[αλλόκοτος]], [[παράξενος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τερατώδης]], [[υπερφυής]], [[αφύσικος]]<br /><b>2.</b> [[φρικτός]]. II. <b>επίρρ.</b> [[ἐκφύλως]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />με τρόπο έκφυλο ή διεφθαρμένο<br /><b>αρχ.</b><br />ξενικώς, με τρόπο βάρβαρο ή αλλόφυλο.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἔκφῡλος:'''<br /><b class="num">1)</b> иноплеменный, чужой (βαρβαρικὸς καὶ ἔ. Plut.; [[ὄνομα]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> неестественный, необычайный (ἔ. καὶ [[δυσπρόσοπτος]] [[ὄψις]] Plut.).
|elrutext='''ἔκφῡλος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[иноплеменный]], [[чужой]] (βαρβαρικὸς καὶ ἔ. Plut.; [[ὄνομα]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[неестественный]], [[необычайный]] (ἔ. καὶ [[δυσπρόσοπτος]] [[ὄψις]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἔκ-φῡλος, ον [[φυλή]]<br />out of the [[tribe]], [[alien]]metaph. [[strange]], unnatural, Plut.
|mdlsjtxt=ἔκ-φῡλος, ον [[φυλή]]<br />out of the [[tribe]], [[alien]]metaph. [[strange]], unnatural, Plut.
}}
}}