κράτιστος: Difference between revisions

m
Text replacement - "παῑδες" to "παῖδες"
m (Text replacement - "q. v." to "q.v.")
m (Text replacement - "παῑδες" to "παῖδες")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η -ο (AM [[κράτιστος]], -ίστη, -ον, Α επικ. τ. [[κάρτιστος]], -ίστη, -ον)<br /><b>1.</b> ο ισχυρότατος, ο δυνατότατος («θεῶν κρατίστου παῑδες», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κορυφαίος]], [[κάλλιστος]], [[άριστος]] («τοῦ περὶ λογισμοὺς καὺ τὰ γεωμετρικὰ κρατίστους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (η κλητ. ως [[τίτλος]] προσφωνήσεως) <i>κράτιστε</i><br />εξοχότατε, ενδοξότατε<br /><b>2.</b> (το αρσ. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>οἱ κράτιστοι</i> και <i>τὰ κράτιστα</i><br />η [[αριστοκρατία]], οι άριστοι, οι ευγενείς («τὰ κράτιστα τῆς χώρας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ή κρατίστη</i><br />(στη [[Ρώμη]]) [[γυναίκα]] από την [[τάξη]] τών ιππέων<br /><b>4.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>κράτιστα</i><br />άριστα<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἀπὸ τοῦ κρατίστου» και «κατὰ τὸ κράτιστον» — με άριστο τρόπο, τέλεια («ἀπὸ τοῦ κρατίστου γίγνεται ἡ [[επιβολή]]», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[κρείσσων]].
|mltxt=-η -ο (AM [[κράτιστος]], -ίστη, -ον, Α επικ. τ. [[κάρτιστος]], -ίστη, -ον)<br /><b>1.</b> ο ισχυρότατος, ο δυνατότατος («θεῶν κρατίστου παῖδες», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κορυφαίος]], [[κάλλιστος]], [[άριστος]] («τοῦ περὶ λογισμοὺς καὺ τὰ γεωμετρικὰ κρατίστους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (η κλητ. ως [[τίτλος]] προσφωνήσεως) <i>κράτιστε</i><br />εξοχότατε, ενδοξότατε<br /><b>2.</b> (το αρσ. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>οἱ κράτιστοι</i> και <i>τὰ κράτιστα</i><br />η [[αριστοκρατία]], οι άριστοι, οι ευγενείς («τὰ κράτιστα τῆς χώρας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ή κρατίστη</i><br />(στη [[Ρώμη]]) [[γυναίκα]] από την [[τάξη]] τών ιππέων<br /><b>4.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>κράτιστα</i><br />άριστα<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἀπὸ τοῦ κρατίστου» και «κατὰ τὸ κράτιστον» — με άριστο τρόπο, τέλεια («ἀπὸ τοῦ κρατίστου γίγνεται ἡ [[επιβολή]]», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[κρείσσων]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm