χαμαίμηλον: Difference between revisions

m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 15: Line 15:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[camomila]]
|esgtx=[[camomila]]
}}
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] chamomilla, παλαιότερα [[ματρικάρια]], που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σύνθετα]] της τάξης [[φαβώδη]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] αφεψήματος που παρασκευάζεται από τις ταξιανθίες του είδους Chamomilla recutita και έχει φαρμακευτικές ιδιότητες<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «άγριο [[χαμομήλι]]» ή, [[απλώς]], «αγριοχαμομήλι»<br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] τών ειδών του γένους [[ανθεμίς]] και, [[ιδίως]], του είδους Αnthemis nobilis ή Chamaemelum nobile, τα [[άνθη]] του οποίου χρησιμοποιούνται για την [[παρασκευή]] αφεψήματος με φαρμακευτικές ιδιότητες ανάλογες του χαμομηλιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[χαμαίμηλον]], μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. <i>χαμομήλιον</i>].
}}
}}
==Translations==
==Translations==
ar: بابونج; azb: بابانئح; cy: camri; el: χαμομήλι; en: chamomile; fa: بابونه; fr: camomille; ga: fíogadán; gv: camomile; inh: моажолг; jv: camomile; ka: გვირილა; ko: 캐모마일; pt: camomila; ro: mușețel; sd: بابونو; simple: chamomile; tr: papatya; zh_yue: 洋甘菊
ar: بابونج; azb: بابانئح; cy: camri; el: χαμομήλι; en: chamomile; fa: بابونه; fr: camomille; ga: fíogadán; gv: camomile; inh: моажолг; jv: camomile; ka: გვირილა; ko: 캐모마일; pt: camomila; ro: mușețel; sd: بابونو; simple: chamomile; tr: papatya; zh_yue: 洋甘菊