επιτήδευση: Difference between revisions

m
Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα"
(14)
 
m (Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐπιτήδευσις]]) [[επιτηδεύω]]<br />υπερβολική [[ακρίβεια]], εξεζητημένη [[συμπεριφορά]], [[προσποιητός]], [[πλαστός]] [[τρόπος]] («[[επιτήδευση]] ύφους ή ευγένειας»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[επάγγελμα]], [[αφοσίωση]] σε μια [[εργασία]] («τί τὰς λοιπὰς ἐπιτηδεύσεις ἐννοήσομεν;», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρόπος]] διαβιώσεως («διὰ τὴν πᾱσαν ἐς ἀρετὴν νενομισμένην ἐπιτήδευσιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τὸ ἐξ ἐπιτηδεύσεως»<br />(για ύφος) ψεύτικο, εξεζητημένο, τεχνητό, φτιαχτό<br />β) «κατ’ ἐπιτήδευσιν» — με ειδική [[επιμέλεια]].
|mltxt=η (AM [[ἐπιτήδευσις]]) [[επιτηδεύω]]<br />υπερβολική [[ακρίβεια]], εξεζητημένη [[συμπεριφορά]], [[προσποιητός]], [[πλαστός]] [[τρόπος]] («[[επιτήδευση]] ύφους ή ευγένειας»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[επάγγελμα]], [[αφοσίωση]] σε μια [[εργασία]] («τί τὰς λοιπὰς ἐπιτηδεύσεις ἐννοήσομεν;», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρόπος]] διαβιώσεως («διὰ τὴν πᾶσαν ἐς ἀρετὴν νενομισμένην ἐπιτήδευσιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τὸ ἐξ ἐπιτηδεύσεως»<br />(για ύφος) ψεύτικο, εξεζητημένο, τεχνητό, φτιαχτό<br />β) «κατ’ ἐπιτήδευσιν» — με ειδική [[επιμέλεια]].
}}
}}