ἀσχάλλω: Difference between revisions

m
Text replacement - "ἀ- priv." to "ἀ- priv."
mNo edit summary
m (Text replacement - "ἀ- priv." to "ἀ- priv.")
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> gener. en pres. o impf. excepto fut. ἀσχαλεῖ A.<i>Pr</i>.764, cf. tb. [[ἀσχαλάω]]<br />[[estar enfadado]], [[estar irritado]], [[estar afligido]] por c. part. pred. θωὴν ... ἥν κ' ἐνὶ θυμῷ τίνων ἀσχάλλῃς <i>Od</i>.2.193, μοῦνος ἐὼν ἤσχαλλε ref. a Éaco, Hes.<i>Fr</i>.205.3, ἀσχάλλει πεσών E.<i>Fr</i>.285.10, [[ἀνάγκη]] τοὺς Ἀργείους θεωροῦντας τὸ γινόμενον ἀσχάλλειν Plb.2.64.3, c. gen. abs. μηδὲν [[ἄγαν]] ἄσχαλλε ταρασσομένων πολιητέων no te aflijas demasiado porque los ciudadanos estén alborotados</i> Thgn.219, c. dat. instrum. γαμεῖ γάμον τοιοῦτον ᾧ ποτ' ἀσχαλεῖ A.<i>Pr</i>.764, ἀσχάλλων τῇ τραχύτητι X.<i>Eq</i>.10.6, τοῖς ὑποκειμένοις ἀσχάλλοντες Plb.11.29.1, cf. 32.11.8, τῇ διατριβῇ M.Ant.5.10.2, ἀργοῦντι τῷ πολέμῳ Plu.2.26c, c. ac. de rel. θάνατον ἀσχάλλων πατρῷον E.<i>Or</i>.785, c. ἐπί y dat. ἐπὶ τῷ διδόναι δίκην ἀσχάλλειν D.21.125, ἐπὶ τοῖς γεγονόσιν ἐλαττώμασι Plb.16.28.8, c. πρός y ac. ἀσχάλλων πρὸς τὴν οἰκουρίαν Longus 3.8.1, c. gen. abs. ἤσχαλλον οἱ Ἀθηναῖοι ὡς ἐκλυομένης τῆς ἀκροάσεως Philostr.<i>VS</i> 571<br /><b class="num">•</b>abs. ἀσχάλλοις δ' ἴσως pero también podrías afligirte</i> S.<i>OT</i> 937, ἤδη ὁ Δαρεῖός τε ἤσχαλλε Hdt.3.152, cf. 9.117, Call.<i>Fr</i>.110.76, D.C.44.9.3, Plu.2.77c, Hdn.63.1, Aristaenet.1.15.64, Cyr.Al.M.77.825C, Thdt.<i>H.Rel</i>.1.14.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Denom. de *ἄσχαλος compuesto de ἀ- priv. y la raíz de *<i>segh</i>- de ἔχω, q.u.
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> gener. en pres. o impf. excepto fut. ἀσχαλεῖ A.<i>Pr</i>.764, cf. tb. [[ἀσχαλάω]]<br />[[estar enfadado]], [[estar irritado]], [[estar afligido]] por c. part. pred. θωὴν ... ἥν κ' ἐνὶ θυμῷ τίνων ἀσχάλλῃς <i>Od</i>.2.193, μοῦνος ἐὼν ἤσχαλλε ref. a Éaco, Hes.<i>Fr</i>.205.3, ἀσχάλλει πεσών E.<i>Fr</i>.285.10, [[ἀνάγκη]] τοὺς Ἀργείους θεωροῦντας τὸ γινόμενον ἀσχάλλειν Plb.2.64.3, c. gen. abs. μηδὲν [[ἄγαν]] ἄσχαλλε ταρασσομένων πολιητέων no te aflijas demasiado porque los ciudadanos estén alborotados</i> Thgn.219, c. dat. instrum. γαμεῖ γάμον τοιοῦτον ᾧ ποτ' ἀσχαλεῖ A.<i>Pr</i>.764, ἀσχάλλων τῇ τραχύτητι X.<i>Eq</i>.10.6, τοῖς ὑποκειμένοις ἀσχάλλοντες Plb.11.29.1, cf. 32.11.8, τῇ διατριβῇ M.Ant.5.10.2, ἀργοῦντι τῷ πολέμῳ Plu.2.26c, c. ac. de rel. θάνατον ἀσχάλλων πατρῷον E.<i>Or</i>.785, c. ἐπί y dat. ἐπὶ τῷ διδόναι δίκην ἀσχάλλειν D.21.125, ἐπὶ τοῖς γεγονόσιν ἐλαττώμασι Plb.16.28.8, c. πρός y ac. ἀσχάλλων πρὸς τὴν οἰκουρίαν Longus 3.8.1, c. gen. abs. ἤσχαλλον οἱ Ἀθηναῖοι ὡς ἐκλυομένης τῆς ἀκροάσεως Philostr.<i>VS</i> 571<br /><b class="num">•</b>abs. ἀσχάλλοις δ' ἴσως pero también podrías afligirte</i> S.<i>OT</i> 937, ἤδη ὁ Δαρεῖός τε ἤσχαλλε Hdt.3.152, cf. 9.117, Call.<i>Fr</i>.110.76, D.C.44.9.3, Plu.2.77c, Hdn.63.1, Aristaenet.1.15.64, Cyr.Al.M.77.825C, Thdt.<i>H.Rel</i>.1.14.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Denom. de *ἄσχαλος compuesto de [[ἀ-]] priv. y la raíz de *<i>segh</i>- de ἔχω, q.u.
}}
}}
{{grml
{{grml