πάρειμι: Difference between revisions

m
Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ"
m (Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα")
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ΜΑ<br /><b>1.</b> [[παρέρχομαι]], [[περνώ]] από [[κοντά]] («[[ὥσπερ]] οἱ δειλοὶ κύνες τοὺς μὲν παριόντας διώκοντες καὶ δάκνουσι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπερτερώ]], [[ξεπερνώ]] κάποιον (α. «ἐφάνη [[ἀνήρ]]... ὅς σε καὶ πάρεισι... πανουργίᾳ καὶ θράσει» — φάνηκε ο [[άνδρας]] που θα σέ πάψει και θα σέ ξεπεράσει στην [[πανουργία]] και στο [[θράσος]]», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «θεῑος [[λόγος]] πᾶσαν ἔννοιαν παριὼν ἀνθρωπίνην», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[απαγγέλλω]] («ὕμνον [[πάρειμι]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βαδίζω]] παράπλευρα, [[ιδίως]] [[κατά]] [[μήκος]] παράταξης ή παραλίας<br /><b>2.</b> [[προχωρώ]] και [[μπαίνω]] ή [[ανεβαίνω]] [[κάπου]] («ἐς τὸ [[πρόσω]] παριέναι» — [[προχωρώ]] στο εσωτερικό του σπιτιού)<br /><b>3.</b> [[προσέρχομαι]], εμφανίζομαι, [[προχωρώ]] [[μπροστά]] («πάριτ' ἐς τὸ [[πρόσθεν]]»)<br /><b>4.</b> [[παρουσιάζομαι]] για να [[λάβω]] τον λόγο, [[ανεβαίνω]] στο [[βήμα]] για να μιλήσω («ἠρώτα μὲν ὁ [[κῆρυξ]] "τίς ἀγορεύειν βούλεται;", παρήει δ' [[οὐδείς]]», Αισχίν.)<br /><b>5.</b> [[μεταβαίνω]] από το ένα [[θέμα]] στο [[άλλο]], [[αλλάζω]] [[θέμα]]<br /><b>6.</b> μεταφέρομαι από τον έναν στον [[άλλο]] («ἐκ τούτου [[σύνθημα]] παρῄει», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεστ.) <i>οἱ παριόντες</i><br />οι ρήτορες, οι ομιλητές στην [[εκκλησία]] του δήμου.<br /> <b>(II)</b><br />ΜΑ [[ειμί]]<br /><b>1.</b> [[παρευρίσκομαι]], [[είμαι]] [[παρών]], [[είμαι]] [[μαζί]] με κάποιον ή [[κοντά]] σε κάποιον («ὁ Διδάσκαλος [[πάρεστι]] καὶ φωνεῑ σε», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[μένω]], [[διαμένω]] ή [[παραμένω]] [[κοντά]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> έχω έλθει, έχω φτάσει [[κάπου]] («ἐκ τῆς Κορίνθου πρέσβεις παρῆσαν ἐς τὴν Λακεδαίμονα», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> βρίσκομαι [[κοντά]] σε κάποιον για να τον βοηθήσω («[[πλησίον]] παρῆσθα κινδύνων [[ἐμοί]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπάρχω]], [[είμαι]] [[πρόχειρος]] ή [[εύκολος]] για [[χρήση]] («ὅση δύναμίς γε πάρεστιν»)<br /><b>3.</b> [[υφίσταμαι]], [[υπάρχω]] [[πράγματι]] («ὡς παρεσομένου σφι τοῦ πολέμου»)<br /><b>4.</b> <b>απρόσ.</b> <i>πάρεστί μοι</i><br />μού [[είναι]] εύκολο, εξαρτάται από μένα<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> τὸ [[παρόν]] και ιων. τ. <i>παρεόν</i><br />α) η σημερινή [[μέρα]] ή η [[στιγμή]] που μιλούμε, η χρονική [[βαθμίδα]] γενικότερα που αντιδιαστέλλεται από το [[παρελθόν]] και το [[μέλλον]]<br />β) (σε απρόσ. έκφρ.) [[είναι]] δυνατόν («παρεὸν αὐτῷ [[βασιλέα]] [[γενέσθαι]]» — ενώ μπορούσε να γίνει [[βασιλιάς]], <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) (<b>ως επίρρ.</b>) [[τώρα]], [[τώρα]] ακριβώς<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ παρόντα</i> και ιων. τ. <i>παρεόντα</i><br />α) η παρούσα [[κατάσταση]]<br />β) ό,τι υπάρχει [[πρόχειρο]] («χαριζομένη παρεόντων» — δίνοντας απ' αυτά που είχε [[πρόχειρα]], <b>Ομ. Οδ.</b>).
|mltxt=<b>(I)</b><br />ΜΑ<br /><b>1.</b> [[παρέρχομαι]], [[περνώ]] από [[κοντά]] («[[ὥσπερ]] οἱ δειλοὶ κύνες τοὺς μὲν παριόντας διώκοντες καὶ δάκνουσι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπερτερώ]], [[ξεπερνώ]] κάποιον (α. «ἐφάνη [[ἀνήρ]]... ὅς σε καὶ πάρεισι... πανουργίᾳ καὶ θράσει» — φάνηκε ο [[άνδρας]] που θα σέ πάψει και θα σέ ξεπεράσει στην [[πανουργία]] και στο [[θράσος]]», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «θεῑος [[λόγος]] πᾶσαν ἔννοιαν παριὼν ἀνθρωπίνην», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[απαγγέλλω]] («ὕμνον [[πάρειμι]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βαδίζω]] παράπλευρα, [[ιδίως]] [[κατά]] [[μήκος]] παράταξης ή παραλίας<br /><b>2.</b> [[προχωρώ]] και [[μπαίνω]] ή [[ανεβαίνω]] [[κάπου]] («ἐς τὸ [[πρόσω]] παριέναι» — [[προχωρώ]] στο εσωτερικό του σπιτιού)<br /><b>3.</b> [[προσέρχομαι]], εμφανίζομαι, [[προχωρώ]] [[μπροστά]] («πάριτ' ἐς τὸ [[πρόσθεν]]»)<br /><b>4.</b> [[παρουσιάζομαι]] για να [[λάβω]] τον λόγο, [[ανεβαίνω]] στο [[βήμα]] για να μιλήσω («ἠρώτα μὲν ὁ [[κῆρυξ]] "τίς ἀγορεύειν βούλεται;", παρήει δ' [[οὐδείς]]», Αισχίν.)<br /><b>5.</b> [[μεταβαίνω]] από το ένα [[θέμα]] στο [[άλλο]], [[αλλάζω]] [[θέμα]]<br /><b>6.</b> μεταφέρομαι από τον έναν στον [[άλλο]] («ἐκ τούτου [[σύνθημα]] παρῄει», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεστ.) <i>οἱ παριόντες</i><br />οι ρήτορες, οι ομιλητές στην [[εκκλησία]] του δήμου.<br /> <b>(II)</b><br />ΜΑ [[ειμί]]<br /><b>1.</b> [[παρευρίσκομαι]], [[είμαι]] [[παρών]], [[είμαι]] [[μαζί]] με κάποιον ή [[κοντά]] σε κάποιον («ὁ Διδάσκαλος [[πάρεστι]] καὶ φωνεῖ σε», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[μένω]], [[διαμένω]] ή [[παραμένω]] [[κοντά]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> έχω έλθει, έχω φτάσει [[κάπου]] («ἐκ τῆς Κορίνθου πρέσβεις παρῆσαν ἐς τὴν Λακεδαίμονα», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> βρίσκομαι [[κοντά]] σε κάποιον για να τον βοηθήσω («[[πλησίον]] παρῆσθα κινδύνων [[ἐμοί]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπάρχω]], [[είμαι]] [[πρόχειρος]] ή [[εύκολος]] για [[χρήση]] («ὅση δύναμίς γε πάρεστιν»)<br /><b>3.</b> [[υφίσταμαι]], [[υπάρχω]] [[πράγματι]] («ὡς παρεσομένου σφι τοῦ πολέμου»)<br /><b>4.</b> <b>απρόσ.</b> <i>πάρεστί μοι</i><br />μού [[είναι]] εύκολο, εξαρτάται από μένα<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> τὸ [[παρόν]] και ιων. τ. <i>παρεόν</i><br />α) η σημερινή [[μέρα]] ή η [[στιγμή]] που μιλούμε, η χρονική [[βαθμίδα]] γενικότερα που αντιδιαστέλλεται από το [[παρελθόν]] και το [[μέλλον]]<br />β) (σε απρόσ. έκφρ.) [[είναι]] δυνατόν («παρεὸν αὐτῷ [[βασιλέα]] [[γενέσθαι]]» — ενώ μπορούσε να γίνει [[βασιλιάς]], <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) (<b>ως επίρρ.</b>) [[τώρα]], [[τώρα]] ακριβώς<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ παρόντα</i> και ιων. τ. <i>παρεόντα</i><br />α) η παρούσα [[κατάσταση]]<br />β) ό,τι υπάρχει [[πρόχειρο]] («χαριζομένη παρεόντων» — δίνοντας απ' αυτά που είχε [[πρόχειρα]], <b>Ομ. Οδ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm