3,274,216
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ, και ποιητ. τ. [[συμπνείω]] Α [[πνέω]]<br />έχω [[σύμπνοια]] με κάποιον, [[συμφωνώ]] με κάποιον («συμπνεύσαντες καὶ μιᾷ γνώμῃ χρώμενοι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[εμπνέω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άνεμο) [[πνέω]] ταυτόχρονα με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[συμβάλλω]] («ὁ βοῡς | |mltxt=ΜΑ, και ποιητ. τ. [[συμπνείω]] Α [[πνέω]]<br />έχω [[σύμπνοια]] με κάποιον, [[συμφωνώ]] με κάποιον («συμπνεύσαντες καὶ μιᾷ γνώμῃ χρώμενοι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[εμπνέω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άνεμο) [[πνέω]] ταυτόχρονα με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[συμβάλλω]] («ὁ βοῡς συμπνεῖ εἰς γεωργίαν», Ωριγ.)<br /><b>3.</b> [[συμμαχώ]] («συμπνευσάντων ἡμῶν καὶ τῶν Θηβαίων», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> παρασύρομαι από το [[φύσημα]] («ἐμαυτὸν τύχαισι συμπνέων», <b>Αισχύλ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |