ὀξεῖα: Difference between revisions

m
Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ"
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
m (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-εία, -ύ (ΑΜ [[ὀξύς]], -εῑα, -ύ, Α ιων. τ. θηλ. [[ὀξέα]], ποιητ. τ. ουδ. πληθ. και ὀξεῑα)<br /><b>1.</b> αυτός που απολήγει σε αιχμηρό [[άκρο]], [[αιχμηρός]], [[μυτερός]], [[σουβλερός]]<br /><b>2.</b> (για όργανα που τέμνουν) [[κοφτερός]]<br /><b>3.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[ισχυρός]], [[έντονος]], [[δυνατός]] (α. «[[οξεία]] [[διένεξη]]» β. «[[οξύς]] [[πυρετός]]» γ. «[[μάχη]] [[ὀξέα]]... γίνεται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για ήχο) [[λεπτός]], [[υψηλός]] (α. «[[οξεία]] [[κραυγή]]» β. «[[ὀξέα]] κλάζων [[αἰετός]]», <b>Σοφ.</b><br />γ. «ὅσοι φθόγγοι... βραδεῑς ὀξεῑς τε καὶ βαρεῑς φαίνονται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[διαπεραστικός]] («οξύ [[βλέμμα]]»)<br /><b>6.</b> αυτός που οργίζεται εύκολα, [[οξύθυμος]], [[ευέξαπτος]], [[ευερέθιστος]]<br /><b>7.</b> αυτός που έχει όξινη [[γεύση]], [[ξινός]] («ὀξὺς [[οἶνος]]», Άλεξ.)<br /><b>8.</b> αυτός που αντιλαμβάνεται εύκολα, [[ταχύς]] ως [[προς]] την [[αντίληψη]], [[οξύνους]] (α. «[[οξύς]] [[κατά]] την [[κρίση]]» β. «ὄκις... ὀξυτάτη τῶν διὰ τοῦ σώματος... αἰσθήσεων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[οξεία]]<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «[[οξεία]] [[γωνία]]» — η [[γωνία]] που [[είναι]] μικρότερη της ορθής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για νόσο) αυτός που εμφανίστηκε πρόσφατα και εξελίσσεται ταχύτατα («[[οξεία]] [[περιτονίτιδα]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> <i>οξύ</i><br /><b>μσν.</b><br />ο [[υακίνθινος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αλγεινός]], [[καυστικός]] στις αισθήσεις («[[Σείριος]] ὀξὺς ἐλλάμπων», <b>Αρχίλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα που προσβάλλουν έντονα την όραση) [[λαμπρός]], [[εκθαμβωτικός]] («αἱ ὀξεῑαι χροιαί», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ευκίνητος]], γρήγορος («τοὺς ἵππους... ζευγνυμένους ὑπ' ἅρματα [[εἶναι]] ὀξυτάτους», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ταχύς]], [[γοργός]] («ὀξὺς [[δρόμος]]» — πολύ γρήγορο [[ταχυδρομείο]], παπ.)<br /><b>5.</b> επείγων («ὀξὺς [[καιρός]]» — επείγουσα [[περίσταση]], Ονήσανδρ.)<br /><b>6.</b> (για [[οσμή]]) [[ερεθιστικός]]<br /><b>7.</b> [[βιαστικός]], [[ταραγμένος]], [[ταραχώδης]]<br /><b>8.</b> [[άγριος]], [[σφοδρός]] («ὀξὺς [[νότος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ὀξεῑα</i><br />[[είδος]] αιχμηρού χειρουργικού εργαλείου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[οξέως]] (Α [[ὀξέως]], ποιητ. τ. ὀξείως)<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[οξύτητα]], με [[ζωηρότητα]], ισχυρά, έντονα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευθύς]], [[αμέσως]]<br /><b>2.</b> με [[σπουδή]], με [[ταχύτητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[ὀξύς]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ὀκ</i>-<i>σ</i>-<i>ύς</i>) εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ὀκ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>όκ</i>-<i>ρις</i>) της ρίζας <i>ακ</i>- «[[αιχμηρός]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ἄγω</i>: [[ὄγμος]]) με ένσιγμη [[παρέκταση]] του θέματος, η οποία απαντά και στον τ. <i>ἀκο</i>-<i>σ</i>-<i>τή</i> «[[κριθάρι]]», όπως και στα σύνθ. σε -<i>ήκης</i> (<b>βλ.</b> και λ. <i>ακ</i>-). Το επίθ. [[ὀξύς]], ήδη από τον Όμηρο, καλύπτει ένα ευρύ σημασιολογικό [[πεδίο]] και μπορεί να παραβληθεί με τα [[δριμύς]] και [[ταχύς]] (<b>βλ.</b> και λ. <i>οξυ</i>-).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>όξος</i>, [[οξύνω]], [[οξύτητα]](-<i>της</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[οξύς]] (ΙΙ), [[οξυτικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> Για σύνθ. με α' συνθετικό <b>βλ.</b> <i>οξυ</i>- (Β' συνθετικό) [[υπέροξυς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>άποξυς</i>, [[έποξυς]], [[κάτοξυς]], [[πάροξυς]], [[σύνοξυς]], <i>ύποξυς</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[ὀξύς]], -ύδος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] ὀξαλίδα<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[ὀξύσχοινος]], [[είδος]] σχοίνου, βούρλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀξύς]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ύς</i>, -<i>ύδος</i> (<b>πρβλ.</b> [[εμύς]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-εία, -ύ (ΑΜ [[ὀξύς]], -εῑα, -ύ, Α ιων. τ. θηλ. [[ὀξέα]], ποιητ. τ. ουδ. πληθ. και ὀξεῑα)<br /><b>1.</b> αυτός που απολήγει σε αιχμηρό [[άκρο]], [[αιχμηρός]], [[μυτερός]], [[σουβλερός]]<br /><b>2.</b> (για όργανα που τέμνουν) [[κοφτερός]]<br /><b>3.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[ισχυρός]], [[έντονος]], [[δυνατός]] (α. «[[οξεία]] [[διένεξη]]» β. «[[οξύς]] [[πυρετός]]» γ. «[[μάχη]] [[ὀξέα]]... γίνεται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για ήχο) [[λεπτός]], [[υψηλός]] (α. «[[οξεία]] [[κραυγή]]» β. «[[ὀξέα]] κλάζων [[αἰετός]]», <b>Σοφ.</b><br />γ. «ὅσοι φθόγγοι... βραδεῖς ὀξεῑς τε καὶ βαρεῑς φαίνονται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[διαπεραστικός]] («οξύ [[βλέμμα]]»)<br /><b>6.</b> αυτός που οργίζεται εύκολα, [[οξύθυμος]], [[ευέξαπτος]], [[ευερέθιστος]]<br /><b>7.</b> αυτός που έχει όξινη [[γεύση]], [[ξινός]] («ὀξὺς [[οἶνος]]», Άλεξ.)<br /><b>8.</b> αυτός που αντιλαμβάνεται εύκολα, [[ταχύς]] ως [[προς]] την [[αντίληψη]], [[οξύνους]] (α. «[[οξύς]] [[κατά]] την [[κρίση]]» β. «ὄκις... ὀξυτάτη τῶν διὰ τοῦ σώματος... αἰσθήσεων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[οξεία]]<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «[[οξεία]] [[γωνία]]» — η [[γωνία]] που [[είναι]] μικρότερη της ορθής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για νόσο) αυτός που εμφανίστηκε πρόσφατα και εξελίσσεται ταχύτατα («[[οξεία]] [[περιτονίτιδα]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> <i>οξύ</i><br /><b>μσν.</b><br />ο [[υακίνθινος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αλγεινός]], [[καυστικός]] στις αισθήσεις («[[Σείριος]] ὀξὺς ἐλλάμπων», <b>Αρχίλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα που προσβάλλουν έντονα την όραση) [[λαμπρός]], [[εκθαμβωτικός]] («αἱ ὀξεῑαι χροιαί», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ευκίνητος]], γρήγορος («τοὺς ἵππους... ζευγνυμένους ὑπ' ἅρματα [[εἶναι]] ὀξυτάτους», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ταχύς]], [[γοργός]] («ὀξὺς [[δρόμος]]» — πολύ γρήγορο [[ταχυδρομείο]], παπ.)<br /><b>5.</b> επείγων («ὀξὺς [[καιρός]]» — επείγουσα [[περίσταση]], Ονήσανδρ.)<br /><b>6.</b> (για [[οσμή]]) [[ερεθιστικός]]<br /><b>7.</b> [[βιαστικός]], [[ταραγμένος]], [[ταραχώδης]]<br /><b>8.</b> [[άγριος]], [[σφοδρός]] («ὀξὺς [[νότος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ὀξεῑα</i><br />[[είδος]] αιχμηρού χειρουργικού εργαλείου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[οξέως]] (Α [[ὀξέως]], ποιητ. τ. ὀξείως)<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[οξύτητα]], με [[ζωηρότητα]], ισχυρά, έντονα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευθύς]], [[αμέσως]]<br /><b>2.</b> με [[σπουδή]], με [[ταχύτητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[ὀξύς]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ὀκ</i>-<i>σ</i>-<i>ύς</i>) εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ὀκ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>όκ</i>-<i>ρις</i>) της ρίζας <i>ακ</i>- «[[αιχμηρός]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ἄγω</i>: [[ὄγμος]]) με ένσιγμη [[παρέκταση]] του θέματος, η οποία απαντά και στον τ. <i>ἀκο</i>-<i>σ</i>-<i>τή</i> «[[κριθάρι]]», όπως και στα σύνθ. σε -<i>ήκης</i> (<b>βλ.</b> και λ. <i>ακ</i>-). Το επίθ. [[ὀξύς]], ήδη από τον Όμηρο, καλύπτει ένα ευρύ σημασιολογικό [[πεδίο]] και μπορεί να παραβληθεί με τα [[δριμύς]] και [[ταχύς]] (<b>βλ.</b> και λ. <i>οξυ</i>-).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>όξος</i>, [[οξύνω]], [[οξύτητα]](-<i>της</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[οξύς]] (ΙΙ), [[οξυτικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> Για σύνθ. με α' συνθετικό <b>βλ.</b> <i>οξυ</i>- (Β' συνθετικό) [[υπέροξυς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>άποξυς</i>, [[έποξυς]], [[κάτοξυς]], [[πάροξυς]], [[σύνοξυς]], <i>ύποξυς</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[ὀξύς]], -ύδος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] ὀξαλίδα<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[ὀξύσχοινος]], [[είδος]] σχοίνου, βούρλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀξύς]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ύς</i>, -<i>ύδος</i> (<b>πρβλ.</b> [[εμύς]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm