παράρτημα: Difference between revisions

m
Text replacement - "ο, τιδήποτε" to "οτιδήποτε"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "ο, τιδήποτε" to "οτιδήποτε")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-<i>ατος</i>, το, ΝΑ [[παραρτώ]]<br />[[καθετί]] που [[είναι]] προσαρτημένο σε [[κάτι]], [[προσάρτημα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο, τιδήποτε αποτελεί [[προσθήκη]], [[συμπλήρωμα]] σε [[κάτι]], [[εξάρτημα]] (α. «[[παράρτημα]] σχολής» β. «[[παράρτημα]] εγκυκλοπαιδικού λεξικού»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παράρτημα]] εφημερίδας» — έκτακτη [[έκδοση]] εφημερίδας, [[μετά]] την [[έκδοση]] του τακτικού φύλλου, για [[αναγγελία]] πολύ σημαντικής είδησης<br /><b>3.</b> <b>(νομ.)</b> κινητό [[αντικείμενο]] το οποίο, [[χωρίς]] να [[είναι]] συστατικό του κύριου αντικειμένου, προορίζεται να εξυπηρετεί τον οικονομικό του σκοπό και βρίσκεται σε τοπική [[σχέση]] με αυτό, όπως λ.χ. η [[λέμβος]] ενός πλοίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντικείμενο]] αναρτημένο από τα [[πλάγια]], πρόσθετο, εξωτερικό<br /><b>2.</b> [[αντικείμενο]] που κρεμιέται στο [[σώμα]], [[ιδίως]] από τον λαιμό, και το οποίο πιστεύεται ότι έχει την [[δύναμη]] της αποτροπής του κακού, περίαπτο, [[φυλαχτό]].
|mltxt=-<i>ατος</i>, το, ΝΑ [[παραρτώ]]<br />[[καθετί]] που [[είναι]] προσαρτημένο σε [[κάτι]], [[προσάρτημα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> οτιδήποτε αποτελεί [[προσθήκη]], [[συμπλήρωμα]] σε [[κάτι]], [[εξάρτημα]] (α. «[[παράρτημα]] σχολής» β. «[[παράρτημα]] εγκυκλοπαιδικού λεξικού»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παράρτημα]] εφημερίδας» — έκτακτη [[έκδοση]] εφημερίδας, [[μετά]] την [[έκδοση]] του τακτικού φύλλου, για [[αναγγελία]] πολύ σημαντικής είδησης<br /><b>3.</b> <b>(νομ.)</b> κινητό [[αντικείμενο]] το οποίο, [[χωρίς]] να [[είναι]] συστατικό του κύριου αντικειμένου, προορίζεται να εξυπηρετεί τον οικονομικό του σκοπό και βρίσκεται σε τοπική [[σχέση]] με αυτό, όπως λ.χ. η [[λέμβος]] ενός πλοίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντικείμενο]] αναρτημένο από τα [[πλάγια]], πρόσθετο, εξωτερικό<br /><b>2.</b> [[αντικείμενο]] που κρεμιέται στο [[σώμα]], [[ιδίως]] από τον λαιμό, και το οποίο πιστεύεται ότι έχει την [[δύναμη]] της αποτροπής του κακού, περίαπτο, [[φυλαχτό]].
}}
}}
{{elru
{{elru