3,273,325
edits
m (Text replacement - "as Adv." to "as adverb") |
m (Text replacement - "τεῑχ" to "τεῖχ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΝΜΑ και αττ. τ. ξυνεχής, -ές, Α [[συνέχω]]<br /><b>1.</b> (για πράγμ. και με τοπ. σημ.) αυτός που αποτελεί αδιάσπαστη [[σειρά]] με έναν [[άλλο]], αυτός που επικοινωνεί με άλλον, ο συνεχόμενος (α. «συνεχή δωμάτια» β. «οἰκήματα... ξυνεχῆ [[ὥστε]] ἐν φαίνεσθαι | |mltxt=-ές, ΝΜΑ και αττ. τ. ξυνεχής, -ές, Α [[συνέχω]]<br /><b>1.</b> (για πράγμ. και με τοπ. σημ.) αυτός που αποτελεί αδιάσπαστη [[σειρά]] με έναν [[άλλο]], αυτός που επικοινωνεί με άλλον, ο συνεχόμενος (α. «συνεχή δωμάτια» β. «οἰκήματα... ξυνεχῆ [[ὥστε]] ἐν φαίνεσθαι τεῖχος παχύ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (για γεγονότα ή καταστάσεις και με χρον. σημ.) αυτός που υπάρχει, συμβαίνει ή ακολουθεί [[χωρίς]] [[διακοπή]], [[αδιάλειπτος]] (α. «απαιτεῑται [[συνεχής]] και επίμονη [[προσπάθεια]]» β. «[[πόλεμος]] διὰ βίου [[συνεχής]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα, πολύ [[συχνός]], [[αλλεπάλληλος]] (α. «συνεχή τηλεφωνήματα» β. «λουτροῑς συνεχέσι χρῆσθαι», Σωρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «χωροχρονικό συνεχές»<br />(φυσ.-φιλοσ.) (στη [[θεωρία]] της σχετικότητας) ο [[χώρος]] τεσσάρων διαστάσεων, με τέταρτη [[διάσταση]] τον χρόνο<br />β) «συνεχή διαστήματα» ή, [[απλώς]], «συνεχή»<br /><b>μουσ.</b> η [[κίνηση]] της φωνής ή ενός μουσικού οργάνου σε μια κατιούσα ή ανιούσα [[διαδοχή]] [[πάνω]] στα δοσμένα διαστήματα μιας κλίμακας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει, [[συνήθως]] τοπική, [[συνάφεια]] με κάποιον [[άλλο]] («συνεχέες τούτοισι ἐν τοῖσι αὐτοῖσι τόποισι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για στρατιώτες σε [[παράταξη]]) αυτός που έπεται ή γειτνιάζει με άλλον<br /><b>3.</b> (<b>για πράγμ.</b>) συνδεδεμένος («συνεχὴς ὤν [[πρός]] τε ῥάχιν καὶ τὴν ἀρτηρίαν ὑμενώδεσι δεσμοῑς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> ([[ιδίως]] για [[μάζα]] ρευστών) [[πυκνός]]<br /><b>5.</b> (για λόγο) α) αυτός που συνεχίζεται [[χωρίς]] [[καμιά]] [[διακοπή]] ή [[παρέμβαση]]<br />β) [[σχετικός]] με [[κάτι]] («[[σκέψις]] συνεχὴς οὖσα τοῖς πρότερον», Θεόφρ.)<br /><b>6.</b> <b>μαθημ.</b> αυτός που συγκροτεί μια [[σειρά]] («συνεχὴς [[ἀναλογία]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>7.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[σταθερός]], [[επίμονος]] («προθύμους καὶ ἐντεταμένους εἰς τὸ [[ἔργον]] καὶ συνεχεῑς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>8.</b> (για τα πρόσ. της Αγίας Τριάδας) [[στενά]] ενωμένος<br /><b>9.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ συνεχές</i><br />α) η [[συνέχεια]]<br />β) η [[συνάφεια]] τών λόγων<br /><b>10.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ συνεχῆ</i><br />αυτά που έπονται, που ακολουθούν<br /><b>11.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>συνεχές</i><br />(με χρον. σημ.) αδιάκοπα, διαρκώς<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «κατὰ τὸ συνεχές»<br />(με επιρρμ. σημ.) α) διαρκώς, ασταμάτητα<br />β) συμπερασματικά<br />γ) [[αμέσως]] [[μετά]] από [[κάτι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συνεχώς]] / <i>συνεχῶς</i>, ΝΜΑ, και αττ. τ. <i>ξυνεχῶς</i> και επικ. και ιων. τ. <i>συνεχέως</i> Α<br /><b>1.</b> [[χωρίς]] [[διακοπή]], αδιάλειπτα, ακατάπαυστα (α. «διαβάζει [[συνεχώς]]» β. «ξυνεχῶς ἐπολέμουν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατά]] [[συχνά]] χρονικά διαστήματα, [[συχνά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αμέσως]] ή ταυτόχρονα<br /><b>2.</b> <b>μαθημ.</b> [[κατά]] διαδοχική [[σειρά]]<br /><b>3.</b> (για λόγο) με όμοια [[σειρά]]<br /><b>4.</b> (σπάν. με τοπ. σημ.) σε απόλυτη [[συνοχή]], με αδιάσπαστη [[συνέχεια]] («συνεχῶς [[εἶναι]] πᾶσαν οἰκουμένην», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |