έρμα: Difference between revisions

No change in size ,  13 June 2022
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἕρμα]])<br />πρόσθετο [[βάρος]] το οποίο τοποθετείται στο [[κύτος]] πλοίου ή λέμβου για να αυξήσει την ευστάθειά τους, η [[σαβούρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πρόσθετο [[βάρος]], το οποίο τοποθετείται στη λέμβο αερόστατου, για να ρυθμίζεται η ανύψωσή του<br /><b>2.</b> [[στρώμα]] από σκύρα, [[μέσα]] στο οποίο τοποθετούνται οι στρωτήρες (τραβέρσες), όπου στηρίζονται οι τροχιές του σιδηρόδρομου<br /><b>3.</b> ηθικές αρχές («[[άνθρωπος]] [[άνευ]] ηθικού έρματος» — [[άνθρωπος]] [[ανερμάτιστος]], που δεν έχει σταθερό χαρακτήρα)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> οι δοκοί, στις οποίες στηρίζονται όρθια τα πλοία που ανασύρονται στην [[ξηρά]]<br /><b>2.</b> (για άντρες) [[στήριγμα]] τών άλλων, [[προστάτης]] («[[ἕρμα]] πόληος» — [[προστάτης]], [[υπερασπιστής]] πόλης)<br /><b>3.</b> ύφαλος στη [[θάλασσα]] («[[ἕρμα]] γῆς ἁπαλόν» — [[πηλώδης]] ύφαλος)<br /><b>4.</b> ύψωμα, [[λοφίσκος]], [[σωρός]] χώματος ή λίθων<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τά ἕρματα</i><br />α) τα σκουλαρίκια<br />β) [[δεσμός]], [[ταινία]], [[βρόχος]]<br />γ) οι σπείρες του σώματος του ερπετού<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ἀφετήριον [[ἕρμα]]» — το [[μέρος]] απ’ όπου ξεκινά [[κάποιος]]<br />β) «ἕρματα θεμελίων» — ερείπια θεμελίων<br />γ) «μελαινέων ἕρμ’ ὀδυνάων» — οξύ [[βέλος]] που [[είναι]] [[αιτία]] ανυπόφορων πόνων<br />δ) «λαβοῡσα [[ἕρμα]] Δῑον» — αυτή που συνέλαβε και εγκυμονεί από τον Δία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας ρηματικό παράγωγο σε -<i>μα</i> λόγω τών πολλαπλών σημασιών του. Η επικρατέστερη [[άποψη]] επιχειρεί ακριβώς να συνδυάσει τη [[μορφή]] με μια βασική αρχική [[σημασία]] από την οποία μπορούν φυσιολογικά να προκύψουν οι διάφορες μεταγενέστερες σημασιολογικές διαφοροποιήσεις. Έτσι ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>swer</i>- «[[ζυγίζω]], [[βαρύς]]» με [[παρέκταση]] <i>suer</i>-<i>mn</i>. Η [[σύνδεση]] με το αρχ. ινδ. <i>varsman</i> «[[γήλοφος]], [[κορυφή]]» παρουσιάζει σημασιολογικά προβλήματα. Ομοίως και η [[σύνδεση]] με τα αρχ. ινδ. <i>svaru</i> «[[πάσσαλος]]», αγγλοσαξ. <i>swer</i> «[[κίων]]», λατ. <i>surus</i> «[[κλάδος]], [[πάσσαλος]]». Πιθανότερη και στο [[πνεύμα]] της αναγωγής στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>swer</i>- [[είναι]] η [[σύνδεση]] με τα λιθ. <i>sveriu</i> «[[ζυγίζω]]» και αρχ. ινδ. <i>sw</i><i>ā</i><i>r</i>(<i>i</i>) «[[βαρύς]]». Εικάζεται [[επίσης]] μη ΙΕ [[προέλευση]] της λ. από το όνομα του λυδικού ποταμού <i>Έρμου</i> ή τα λυδικά ανθρωπωνύμια σε <i>Erm</i>-, <i>Arm</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ερματίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ερμάζω]], [[ερμαίος]], <i>έρμαχες</i>, [[έρμαξ]], [[ερματικός]], [[ερματίτης]], <i>ερμεών</i>, <i>ερμίς</i> (<i>ερμῑν</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ερμακιά]]].
|mltxt=το (AM [[ἕρμα]])<br />πρόσθετο [[βάρος]] το οποίο τοποθετείται στο [[κύτος]] πλοίου ή λέμβου για να αυξήσει την ευστάθειά τους, η [[σαβούρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πρόσθετο [[βάρος]], το οποίο τοποθετείται στη λέμβο αερόστατου, για να ρυθμίζεται η ανύψωσή του<br /><b>2.</b> [[στρώμα]] από σκύρα, [[μέσα]] στο οποίο τοποθετούνται οι στρωτήρες (τραβέρσες), όπου στηρίζονται οι τροχιές του σιδηρόδρομου<br /><b>3.</b> ηθικές αρχές («[[άνθρωπος]] [[άνευ]] ηθικού έρματος» — [[άνθρωπος]] [[ανερμάτιστος]], που δεν έχει σταθερό χαρακτήρα)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> οι δοκοί, στις οποίες στηρίζονται όρθια τα πλοία που ανασύρονται στην [[ξηρά]]<br /><b>2.</b> (για άντρες) [[στήριγμα]] τών άλλων, [[προστάτης]] («[[ἕρμα]] πόληος» — [[προστάτης]], [[υπερασπιστής]] πόλης)<br /><b>3.</b> ύφαλος στη [[θάλασσα]] («[[ἕρμα]] γῆς ἁπαλόν» — [[πηλώδης]] ύφαλος)<br /><b>4.</b> ύψωμα, [[λοφίσκος]], [[σωρός]] χώματος ή λίθων<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τά ἕρματα</i><br />α) τα σκουλαρίκια<br />β) [[δεσμός]], [[ταινία]], [[βρόχος]]<br />γ) οι σπείρες του σώματος του ερπετού<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ἀφετήριον [[ἕρμα]]» — το [[μέρος]] απ’ όπου ξεκινά [[κάποιος]]<br />β) «ἕρματα θεμελίων» — ερείπια θεμελίων<br />γ) «μελαινέων ἕρμ’ ὀδυνάων» — οξύ [[βέλος]] που [[είναι]] [[αιτία]] ανυπόφορων πόνων<br />δ) «λαβοῦσα [[ἕρμα]] Δῑον» — αυτή που συνέλαβε και εγκυμονεί από τον Δία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας ρηματικό παράγωγο σε -<i>μα</i> λόγω τών πολλαπλών σημασιών του. Η επικρατέστερη [[άποψη]] επιχειρεί ακριβώς να συνδυάσει τη [[μορφή]] με μια βασική αρχική [[σημασία]] από την οποία μπορούν φυσιολογικά να προκύψουν οι διάφορες μεταγενέστερες σημασιολογικές διαφοροποιήσεις. Έτσι ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>swer</i>- «[[ζυγίζω]], [[βαρύς]]» με [[παρέκταση]] <i>suer</i>-<i>mn</i>. Η [[σύνδεση]] με το αρχ. ινδ. <i>varsman</i> «[[γήλοφος]], [[κορυφή]]» παρουσιάζει σημασιολογικά προβλήματα. Ομοίως και η [[σύνδεση]] με τα αρχ. ινδ. <i>svaru</i> «[[πάσσαλος]]», αγγλοσαξ. <i>swer</i> «[[κίων]]», λατ. <i>surus</i> «[[κλάδος]], [[πάσσαλος]]». Πιθανότερη και στο [[πνεύμα]] της αναγωγής στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>swer</i>- [[είναι]] η [[σύνδεση]] με τα λιθ. <i>sveriu</i> «[[ζυγίζω]]» και αρχ. ινδ. <i>sw</i><i>ā</i><i>r</i>(<i>i</i>) «[[βαρύς]]». Εικάζεται [[επίσης]] μη ΙΕ [[προέλευση]] της λ. από το όνομα του λυδικού ποταμού <i>Έρμου</i> ή τα λυδικά ανθρωπωνύμια σε <i>Erm</i>-, <i>Arm</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ερματίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ερμάζω]], [[ερμαίος]], <i>έρμαχες</i>, [[έρμαξ]], [[ερματικός]], [[ερματίτης]], <i>ερμεών</i>, <i>ερμίς</i> (<i>ερμῑν</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ερμακιά]]].
}}
}}