καταναγκάζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - " esp. of " to " especially of ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[καταναγκάζω]]) ([[αναγκάζω]]]<br />[[αναγκάζω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] διά της βίας, [[εξαναγκάζω]] (α. «τον κατανάγκασαν να παντρευτεί» β. «θεοῡ τινος τοῦτο καταναγκάσαντος», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για εξαρθρωμένο [[οστό]]) [[επαναφέρω]] στη [[θέση]] του σπρώχνοντάς το με [[δύναμη]]<br /><b>2.</b> [[δεσμεύω]], [[περιορίζω]]<br /><b>3.</b> [[ταλαιπωρώ]], [[βασανίζω]] («πονεῖν τὰ [[πάντα]] καὶ μοχθεῖν καὶ τὸ [[σῶμα]] καταναγκάζειν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>κατηναγκασμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[αναγκαίος]], [[απαραίτητος]] («ὁμολογούμενον ἐδόκει τοῦτ' [[εἶναι]] καὶ κατηναγκασμένον ἅπασιν», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=(AM [[καταναγκάζω]]) ([[αναγκάζω]]]<br />[[αναγκάζω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] διά της βίας, [[εξαναγκάζω]] (α. «τον κατανάγκασαν να παντρευτεί» β. «θεοῦ τινος τοῦτο καταναγκάσαντος», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για εξαρθρωμένο [[οστό]]) [[επαναφέρω]] στη [[θέση]] του σπρώχνοντάς το με [[δύναμη]]<br /><b>2.</b> [[δεσμεύω]], [[περιορίζω]]<br /><b>3.</b> [[ταλαιπωρώ]], [[βασανίζω]] («πονεῖν τὰ [[πάντα]] καὶ μοχθεῖν καὶ τὸ [[σῶμα]] καταναγκάζειν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>κατηναγκασμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[αναγκαίος]], [[απαραίτητος]] («ὁμολογούμενον ἐδόκει τοῦτ' [[εἶναι]] καὶ κατηναγκασμένον ἅπασιν», <b>Πολ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm