μούσα: Difference between revisions

No change in size ,  13 June 2022
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - ">" to ">")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (ΑΜ μοῡσα, Α αιολ. τ. μοῑσα, δωρ. τ. [[μῶσα]], λακων. τ. μῶα)<br /><b>1.</b> (συν. στον πληθ. ως κύριο όν.) <i>οι Μούσες</i><br />θυγατέρες της Μνημοσύνης και του [[Διός]], θεότητες της ποίησης, της λογοτεχνίας, της μουσικής και του χορού και αργότερα της αστρονομίας, της φιλοσοφίας και [[κάθε]] πνευματικής αναζήτησης, προστάτιδες [[κάθε]] πνευματικής και καλλιτεχνικής εκδήλωσης («ἄνδρα μοι ἐννεπε, Μοῡσα, πολύτροπον...»), <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μικρός]] πεπιεσμένος [[σπόγγος]] τετράγωνου, τριγωνικού ή στρογγυλού σχήματος που χρησιμοποιείται [[κατά]] τη Θεία Λειτουργία για τη «[[συστολή]]» τών Τιμίων Δώρων και για καθαρισμό του Δισκαρίου και του Αντιμηνσίου [[μετά]] τη [[μετάληψη]] τών ιερέων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> φανταστική [[μορφή]] που πιστεύεται ότι εμπνέει τους ποιητές, η [[προσωποποίηση]] της έμπνευσης<br /><b>2.</b> η [[τεχνοτροπία]], η [[ικανότητα]] και η [[ιδιοφυΐα]] [[κάθε]] ποιητή<br /><b>3.</b> το [[σύνολο]] τών ποιητικών έργων ενός λαού, ενός τόπου ή μιας [[χρονικής]] περιόδου<br /><b>4.</b> το [[φυτό]] [[μπανανιά]]<br /><b>5.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Μούσα</i><br /><b>αστρον.</b> [[ονομασία]] αστεροειδούς<br /><b>μσν.</b><br /><b>ως επίθ.</b> [[μουσικός]], [[μελωδικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μουσική]], [[άσμα]]<br /><b>2.</b> [[ευπρέπεια]]<br /><b>3.</b> [[ευγλωττία]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ μοῡσαι</i><br />προτερήματα εκπαίδευσης («ἀπαίδευτον τῶν περὶ τὰς νυμφικὰς μούσας νόμων», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι ποικίλες χρήσεις της λ. [[μοῦσα]], [[καθώς]] και το ότι η αρχική [[σημασία]] της δεν έχει απόλυτα εξακριβωθεί, έχουν οδηγήσει την ετυμολ. σε διάφορες κατευθύνσεις. Η ύπαρξη διαφορετικών τύπων ανά διάλεκτο ([[μοῦσα]] ιων-αττ., [[μῶσα]] δωρ., [[μοῖσα]] αιολ.) βεβαιώνει ότι το <i>ου</i>- του [[μοῦσα]] [[είναι]] [[προϊόν]] αντέκτασης ενός θηλ. ονόματος σχηματισμένου με [[επίθημα]] -<i>ya</i>, [[αλλά]] παραμένει ανεξακρίβωτο το [[θέμα]] της λ. Πιθανότερη, [[ωστόσο]], θεωρείται η [[άποψη]] ότι η λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. <i>μόνθ</i>-<i>yα</i> (> <i>μόντ</i>-<i>yα</i> > <i>μόνσσ</i>-<i>α</i> > <i>μόνσ</i>-<i>α</i> > [[μοῦσα]] / [[μῶσα]] / [[μοῖσα]]) και συνδέεται με τα [[μενθήρη]], [[μανθάνω]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. έχει προέλθει από αμάρτυρο τ. <i>μόντ</i>-<i>yα</i> και ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>men</i>- τών [[μένος]], [[μέμονα]]. Η [[άποψη]] αυτή όμως αφήνει ανερμήνευτη την [[παρουσία]] του -<i>τ</i>- στο θ. <i>μεν</i>-. Κατ' άλλους, η λ. ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>men</i>- του [[μένος]], [[αλλά]] προέρχεται από αμάρτυρο τ. <i>μόν</i>-<i>σα</i>. Η [[άποψη]] αυτή προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, [[καθώς]] η [[παραγωγή]] θηλυκών με [[κατάληξη]] -<i>σα</i> [[είναι]] σπανιότατη και [[επειδή]] το [[σύμπλεγμα]] -<i>νσ</i>- [[κατά]] τις παλαιές αντεκτάσεις θα οδηγούσε σε σίγηση του -<i>σ</i>-και όχι του -<i>ν</i>-. Η [[άποψη]], εξάλλου, ότι η λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. <i>μω</i>-<i>ντ</i>-<i>yα</i> (<b>πρβλ.</b> [[μῶσθαι]] «[[επιθυμώ]]») προσκρούει και σε μορφολογικές και σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Έχει, [[τέλος]], προταθεί η [[σύνδεση]] της λ. [[μοῦσα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μόντ</i>-<i>yα</i>), σύμφωνα με τη σημ. «[[νύμφη]] τών βουνών», με το λατ. <i>m</i><i>ō</i><i>ns</i>, <i>m</i><i>ō</i><i>ntis</i> «[[βουνό]]», όμως και η [[άποψη]] αυτή προσκρούει στο [[γεγονός]] ότι η [[οικογένεια]] του λατ. <i>m</i><i>ō</i><i>ns</i> δεν μαρτυρείται σε [[άλλη]] λ. της Ελληνικής. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική: <i>Μŭsa</i>, <i>musica</i>, <i>m</i><i>ū</i><i>saeum</i> (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>Μ</i><i>use</i>, <i>musique</i>, <i>mosaique</i>)].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>μουσείον</i>, [[μουσικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μουσαίος]], [[μουσάριον]] (Ι), [[μούσειος]], [[μουσιάζω]], [[μουσίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μουσόληπτος]], [[μουσοτραφής]], [[μουσουργός]], [[μουσοφιλής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μουσαγέτας]], <i>μούσαρχος</i>, [[μουσόδομος]], [[μουσοδόνημα]], [[μουσοεπής]], [[μουσόθετος]], [[μουσοκόλαξ]], [[μουσομανής]], [[μουσόμαντις]], [[μουσομήτωρ]], <i>μουσολάτακτος</i>, [[μουσόπλαστος]], [[μουσόπνευστος]], [[μουσόπνους]], [[μουσοποιός]], [[μουσοπόλος]], [[μουσοπρόσωπος]], [[μουσόρρυτος]], [[μουσοτέχνης]], [[μουσοτόκος]], [[μουσόφθαρτος]], [[μουσοφίλητος]], [[μουσοχαρής]], [[μουσωδός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μουσόστολος]], [[μουσότευκτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μουσόφιλος]]. (Β' συνθετικό) [[άμουσος]], [[φιλόμουσος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αγχίμουσος</i>, [[απόμουσος]], [[δύσμουσος]], [[έμμουσος]], <i>εύμουσος</i>, [[κακόμουσος]], [[πάμμουσος]], [[παράμουσος]], [[ποικιλόμουσος]], [[πολύμουσος]], [[πτωχόμουσος]], [[υποάμουσος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αφιλόμουσος]]].<br /> <b>(II)</b><br />[[μούσα]] και μούση, ἡ (Μ)<br />[[στόμιο]] δοχείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> βεν. <i>muza</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (ΑΜ μοῦσα, Α αιολ. τ. μοῑσα, δωρ. τ. [[μῶσα]], λακων. τ. μῶα)<br /><b>1.</b> (συν. στον πληθ. ως κύριο όν.) <i>οι Μούσες</i><br />θυγατέρες της Μνημοσύνης και του [[Διός]], θεότητες της ποίησης, της λογοτεχνίας, της μουσικής και του χορού και αργότερα της αστρονομίας, της φιλοσοφίας και [[κάθε]] πνευματικής αναζήτησης, προστάτιδες [[κάθε]] πνευματικής και καλλιτεχνικής εκδήλωσης («ἄνδρα μοι ἐννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον...»), <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μικρός]] πεπιεσμένος [[σπόγγος]] τετράγωνου, τριγωνικού ή στρογγυλού σχήματος που χρησιμοποιείται [[κατά]] τη Θεία Λειτουργία για τη «[[συστολή]]» τών Τιμίων Δώρων και για καθαρισμό του Δισκαρίου και του Αντιμηνσίου [[μετά]] τη [[μετάληψη]] τών ιερέων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> φανταστική [[μορφή]] που πιστεύεται ότι εμπνέει τους ποιητές, η [[προσωποποίηση]] της έμπνευσης<br /><b>2.</b> η [[τεχνοτροπία]], η [[ικανότητα]] και η [[ιδιοφυΐα]] [[κάθε]] ποιητή<br /><b>3.</b> το [[σύνολο]] τών ποιητικών έργων ενός λαού, ενός τόπου ή μιας [[χρονικής]] περιόδου<br /><b>4.</b> το [[φυτό]] [[μπανανιά]]<br /><b>5.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Μούσα</i><br /><b>αστρον.</b> [[ονομασία]] αστεροειδούς<br /><b>μσν.</b><br /><b>ως επίθ.</b> [[μουσικός]], [[μελωδικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μουσική]], [[άσμα]]<br /><b>2.</b> [[ευπρέπεια]]<br /><b>3.</b> [[ευγλωττία]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ μοῦσαι</i><br />προτερήματα εκπαίδευσης («ἀπαίδευτον τῶν περὶ τὰς νυμφικὰς μούσας νόμων», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι ποικίλες χρήσεις της λ. [[μοῦσα]], [[καθώς]] και το ότι η αρχική [[σημασία]] της δεν έχει απόλυτα εξακριβωθεί, έχουν οδηγήσει την ετυμολ. σε διάφορες κατευθύνσεις. Η ύπαρξη διαφορετικών τύπων ανά διάλεκτο ([[μοῦσα]] ιων-αττ., [[μῶσα]] δωρ., [[μοῖσα]] αιολ.) βεβαιώνει ότι το <i>ου</i>- του [[μοῦσα]] [[είναι]] [[προϊόν]] αντέκτασης ενός θηλ. ονόματος σχηματισμένου με [[επίθημα]] -<i>ya</i>, [[αλλά]] παραμένει ανεξακρίβωτο το [[θέμα]] της λ. Πιθανότερη, [[ωστόσο]], θεωρείται η [[άποψη]] ότι η λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. <i>μόνθ</i>-<i>yα</i> (> <i>μόντ</i>-<i>yα</i> > <i>μόνσσ</i>-<i>α</i> > <i>μόνσ</i>-<i>α</i> > [[μοῦσα]] / [[μῶσα]] / [[μοῖσα]]) και συνδέεται με τα [[μενθήρη]], [[μανθάνω]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. έχει προέλθει από αμάρτυρο τ. <i>μόντ</i>-<i>yα</i> και ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>men</i>- τών [[μένος]], [[μέμονα]]. Η [[άποψη]] αυτή όμως αφήνει ανερμήνευτη την [[παρουσία]] του -<i>τ</i>- στο θ. <i>μεν</i>-. Κατ' άλλους, η λ. ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>men</i>- του [[μένος]], [[αλλά]] προέρχεται από αμάρτυρο τ. <i>μόν</i>-<i>σα</i>. Η [[άποψη]] αυτή προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, [[καθώς]] η [[παραγωγή]] θηλυκών με [[κατάληξη]] -<i>σα</i> [[είναι]] σπανιότατη και [[επειδή]] το [[σύμπλεγμα]] -<i>νσ</i>- [[κατά]] τις παλαιές αντεκτάσεις θα οδηγούσε σε σίγηση του -<i>σ</i>-και όχι του -<i>ν</i>-. Η [[άποψη]], εξάλλου, ότι η λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. <i>μω</i>-<i>ντ</i>-<i>yα</i> (<b>πρβλ.</b> [[μῶσθαι]] «[[επιθυμώ]]») προσκρούει και σε μορφολογικές και σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Έχει, [[τέλος]], προταθεί η [[σύνδεση]] της λ. [[μοῦσα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μόντ</i>-<i>yα</i>), σύμφωνα με τη σημ. «[[νύμφη]] τών βουνών», με το λατ. <i>m</i><i>ō</i><i>ns</i>, <i>m</i><i>ō</i><i>ntis</i> «[[βουνό]]», όμως και η [[άποψη]] αυτή προσκρούει στο [[γεγονός]] ότι η [[οικογένεια]] του λατ. <i>m</i><i>ō</i><i>ns</i> δεν μαρτυρείται σε [[άλλη]] λ. της Ελληνικής. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική: <i>Μŭsa</i>, <i>musica</i>, <i>m</i><i>ū</i><i>saeum</i> (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>Μ</i><i>use</i>, <i>musique</i>, <i>mosaique</i>)].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>μουσείον</i>, [[μουσικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μουσαίος]], [[μουσάριον]] (Ι), [[μούσειος]], [[μουσιάζω]], [[μουσίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μουσόληπτος]], [[μουσοτραφής]], [[μουσουργός]], [[μουσοφιλής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μουσαγέτας]], <i>μούσαρχος</i>, [[μουσόδομος]], [[μουσοδόνημα]], [[μουσοεπής]], [[μουσόθετος]], [[μουσοκόλαξ]], [[μουσομανής]], [[μουσόμαντις]], [[μουσομήτωρ]], <i>μουσολάτακτος</i>, [[μουσόπλαστος]], [[μουσόπνευστος]], [[μουσόπνους]], [[μουσοποιός]], [[μουσοπόλος]], [[μουσοπρόσωπος]], [[μουσόρρυτος]], [[μουσοτέχνης]], [[μουσοτόκος]], [[μουσόφθαρτος]], [[μουσοφίλητος]], [[μουσοχαρής]], [[μουσωδός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μουσόστολος]], [[μουσότευκτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μουσόφιλος]]. (Β' συνθετικό) [[άμουσος]], [[φιλόμουσος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αγχίμουσος</i>, [[απόμουσος]], [[δύσμουσος]], [[έμμουσος]], <i>εύμουσος</i>, [[κακόμουσος]], [[πάμμουσος]], [[παράμουσος]], [[ποικιλόμουσος]], [[πολύμουσος]], [[πτωχόμουσος]], [[υποάμουσος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αφιλόμουσος]]].<br /> <b>(II)</b><br />[[μούσα]] και μούση, ἡ (Μ)<br />[[στόμιο]] δοχείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> βεν. <i>muza</i>].
}}
}}