προστρόπαιος: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. [[ποτιτρόπαιος]] και ποιητ. τ. [[προστρόπιος]], -ον, Α [[προστροπή]]<br /><b>1.</b> (ως επίθ. και ως ουσ.) α) αυτός που στρέφεται [[προς]] το [[μέρος]] κάποιου<br />β) <b>μτφ.</b> (για άνθρωπο μιασμένο από φόνο ή [[έγκλημα]] ή [[ασέβεια]]) αυτός που στρέφεται [[προς]] έναν θεό ή άνθρωπο επιζητώντας εξαγνισμό (α. «ἕδραν ἔχοντα προστρόπαιον», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «θάκει δὲ [[προστρόπαιος]] ἐν χεροῑν ἔχων κόμας ἐμάς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[προστρόπαιος]]<br />α) [[ικέτης]] που ζητά [[εκδίκηση]] («[[προστρόπαιος]] ἑστίας μολὼν [[πάλιν]] [[τλήμων]] Θυέστης», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) [[μιαρός]] [[άνθρωπος]] («[[ὅστις]] κτανὼν μητρὸς γεραιὸν [[πατέρα]] [[προστρόπαιος]] ὤν ἔγημε τὴν τεκοῡσαν», <b>Ευρ.</b>)<br />γ) [[μίασμα]] («οὐδενὶ οὐδὲν προστρόπαιον καταλείψει», Αντιφ.)<br />δ) (<b>με παθ. σημ.</b>) [[θεός]] [[προς]] τον οποίο απευθύνεται [[κανείς]] ζητώντας [[εκδίκηση]], [[εκδικητής]] [[θεός]] («οἱ τῶν θανόντων προστρόπαιοι», Αντιφ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ προστρόπαιον</i><br />η [[ενοχή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προστρόπαιος]] τῆς πόλεως» — αυτός που επιφέρει [[μίασμα]] στην [[πόλη]]<br />β) «προστρόπαιον [[αἷμα]]» — [[ενοχή]] για φόνο («καὶ τῷδε προστρόπαιον [[αἷμα]] προσβολών», <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=και δωρ. τ. [[ποτιτρόπαιος]] και ποιητ. τ. [[προστρόπιος]], -ον, Α [[προστροπή]]<br /><b>1.</b> (ως επίθ. και ως ουσ.) α) αυτός που στρέφεται [[προς]] το [[μέρος]] κάποιου<br />β) <b>μτφ.</b> (για άνθρωπο μιασμένο από φόνο ή [[έγκλημα]] ή [[ασέβεια]]) αυτός που στρέφεται [[προς]] έναν θεό ή άνθρωπο επιζητώντας εξαγνισμό (α. «ἕδραν ἔχοντα προστρόπαιον», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «θάκει δὲ [[προστρόπαιος]] ἐν χεροῑν ἔχων κόμας ἐμάς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[προστρόπαιος]]<br />α) [[ικέτης]] που ζητά [[εκδίκηση]] («[[προστρόπαιος]] ἑστίας μολὼν [[πάλιν]] [[τλήμων]] Θυέστης», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) [[μιαρός]] [[άνθρωπος]] («[[ὅστις]] κτανὼν μητρὸς γεραιὸν [[πατέρα]] [[προστρόπαιος]] ὤν ἔγημε τὴν τεκοῦσαν», <b>Ευρ.</b>)<br />γ) [[μίασμα]] («οὐδενὶ οὐδὲν προστρόπαιον καταλείψει», Αντιφ.)<br />δ) (<b>με παθ. σημ.</b>) [[θεός]] [[προς]] τον οποίο απευθύνεται [[κανείς]] ζητώντας [[εκδίκηση]], [[εκδικητής]] [[θεός]] («οἱ τῶν θανόντων προστρόπαιοι», Αντιφ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ προστρόπαιον</i><br />η [[ενοχή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προστρόπαιος]] τῆς πόλεως» — αυτός που επιφέρει [[μίασμα]] στην [[πόλη]]<br />β) «προστρόπαιον [[αἷμα]]» — [[ενοχή]] για φόνο («καὶ τῷδε προστρόπαιον [[αἷμα]] προσβολών», <b>Ευρ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm