παρεδρεύω: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - " ;" to ";")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[πάρεδρος]]<br />[[είμαι]] [[πάρεδρος]], [[ασκώ]] καθήκοντα παρέδρου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[στέκομαι]] ή [[κάθομαι]] [[δίπλα]] ή πολύ [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[παρατηρώ]] [[κάτι]] με [[μεγάλη]] [[προσοχή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[συνεχώς]] [[κοντά]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[υπηρετώ]], [[εξυπηρετώ]], [[περιποιούμαι]]<br /><b>3.</b> [[κατέχω]] την τελευταία [[θέση]] σε [[σειρά]]<br /><b>4.</b> [[είμαι]] [[συμφυής]], άρρηκτα δεμένος με [[κάτι]] («λαμβάνει... μετουσίαν ἁγιασμοῡ ἐκ τῆς τῷ σώματι παρεδρευούσης [[χάριτος]]», Μ. Βασ.)<br /><b>5.</b> (το αρσ. εν ως ουσ.) <i>ὁ παρεδρεύων</i><br />(ενν. [[δαίμων]]) ο [[ευεργετικός]] [[δαίμονας]] που προστατεύει το [[σπίτι]]<br /><b>6.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ παρεδρεύοντες</i><br />α) αυτοί που περιποιούνται ασθενείς, οι νοσοκόμοι<br />β) εκείνοι που επέβλεπαν τους υδατοφράκτες στην Αίγυπτο<br /><b>7.</b> (το θηλ. εν. ως ουσ.) <i>ἡ παρεδρεύουσα</i><br />(ενν. [[συλλαβή]]) η παραλήγουσα<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ὁ παρεδρεύων [[χρόνος]]» — ο [[χρόνος]], η [[ποσότητα]] της παραλήγουσας.
|mltxt=ΝΜΑ [[πάρεδρος]]<br />[[είμαι]] [[πάρεδρος]], [[ασκώ]] καθήκοντα παρέδρου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[στέκομαι]] ή [[κάθομαι]] [[δίπλα]] ή πολύ [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[παρατηρώ]] [[κάτι]] με [[μεγάλη]] [[προσοχή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[συνεχώς]] [[κοντά]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[υπηρετώ]], [[εξυπηρετώ]], [[περιποιούμαι]]<br /><b>3.</b> [[κατέχω]] την τελευταία [[θέση]] σε [[σειρά]]<br /><b>4.</b> [[είμαι]] [[συμφυής]], άρρηκτα δεμένος με [[κάτι]] («λαμβάνει... μετουσίαν ἁγιασμοῦ ἐκ τῆς τῷ σώματι παρεδρευούσης [[χάριτος]]», Μ. Βασ.)<br /><b>5.</b> (το αρσ. εν ως ουσ.) <i>ὁ παρεδρεύων</i><br />(ενν. [[δαίμων]]) ο [[ευεργετικός]] [[δαίμονας]] που προστατεύει το [[σπίτι]]<br /><b>6.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ παρεδρεύοντες</i><br />α) αυτοί που περιποιούνται ασθενείς, οι νοσοκόμοι<br />β) εκείνοι που επέβλεπαν τους υδατοφράκτες στην Αίγυπτο<br /><b>7.</b> (το θηλ. εν. ως ουσ.) <i>ἡ παρεδρεύουσα</i><br />(ενν. [[συλλαβή]]) η παραλήγουσα<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ὁ παρεδρεύων [[χρόνος]]» — ο [[χρόνος]], η [[ποσότητα]] της παραλήγουσας.
}}
}}
{{lsm
{{lsm