πολυανδρία: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br />[[πολυανθρωπία]] («ἡ [[πολυανδρία]] τοῦ Ἰταλικοῡ γένους», <b>Αππ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η ύπαρξη σε μια [[χώρα]] περισσότερων [[ανδρών]] σε [[σύγκριση]] με τις γυναίκες<br /><b>2.</b> <b>εθνολ.</b> το να λαμβάνει μία [[γυναίκα]] περισσότερους από έναν νόμιμους συζύγους<br /><b>3.</b> <b>βοτ.</b> η ύπαρξη πολλών στημόνων σε ένα [[άνθος]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πολύανδρος]]. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>polyandria</i>].
|mltxt=η, ΝΑ<br />[[πολυανθρωπία]] («ἡ [[πολυανδρία]] τοῦ Ἰταλικοῦ γένους», <b>Αππ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η ύπαρξη σε μια [[χώρα]] περισσότερων [[ανδρών]] σε [[σύγκριση]] με τις γυναίκες<br /><b>2.</b> <b>εθνολ.</b> το να λαμβάνει μία [[γυναίκα]] περισσότερους από έναν νόμιμους συζύγους<br /><b>3.</b> <b>βοτ.</b> η ύπαρξη πολλών στημόνων σε ένα [[άνθος]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πολύανδρος]]. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>polyandria</i>].
}}
}}