τετραπέρατος: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
(41)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, -ο / [[τετραπέρατος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />ευφυέστατος, [[πανέξυπνος]]<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα τετραπέρατα</i><br />τα [[τέσσερα]] πέρατα του κόσμου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[τέσσερα]] πέρατα («προνοητοῡ πάσης τῆς τετραπεράτου... κτίσεως», Γρηγ. Νύσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πέρατος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πέρατα</i> «έσχατα του κόσμου, [[άκρα]] της γης»). Η νεοελλ. σημ. «[[ευφυής]], [[παμπόνηρος]]» προήλθε [[μάλλον]] μέσω μιας αρχικής σημ. «[[κοσμογυρισμένος]], [[πολύξερος]]», ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], μέσω της σημ. «[[περασμένος]] [[τέσσερεις]] φορές από το [[μαστίγιο]], [[πολύπαθος]]» (<b>πρβλ.</b> [[πεῖραρ]] «[[άκρο]] του σχοινιού», [[άλλος]] τ. του [[πέρας]])].
|mltxt=η, -ο / [[τετραπέρατος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />ευφυέστατος, [[πανέξυπνος]]<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα τετραπέρατα</i><br />τα [[τέσσερα]] πέρατα του κόσμου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[τέσσερα]] πέρατα («προνοητοῦ πάσης τῆς τετραπεράτου... κτίσεως», Γρηγ. Νύσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πέρατος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πέρατα</i> «έσχατα του κόσμου, [[άκρα]] της γης»). Η νεοελλ. σημ. «[[ευφυής]], [[παμπόνηρος]]» προήλθε [[μάλλον]] μέσω μιας αρχικής σημ. «[[κοσμογυρισμένος]], [[πολύξερος]]», ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], μέσω της σημ. «[[περασμένος]] [[τέσσερεις]] φορές από το [[μαστίγιο]], [[πολύπαθος]]» (<b>πρβλ.</b> [[πεῖραρ]] «[[άκρο]] του σχοινιού», [[άλλος]] τ. του [[πέρας]])].
}}
}}