τοι: Difference between revisions

No change in size ,  13 June 2022
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br /> Α<br /> ([[μόριο]]) ΣΗΜΑΣΙΑ-ΣΥΝΤΑΞΗ<br /> χρησιμοποιείται: 1. για να συγκεφαλαιώσει ή για να εκφράσει ένα θετικό [[συμπέρασμα]]: [[λοιπόν]], [[επομένως]], όπως βλέπεις («οὗτός τοι... ἀπὸ στρατοῡ ἔρχεται [[ἀνήρ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> (συν. στους τραγικούς) για να εισαγάγει ένα [[αξίωμα]] ή μια [[αλήθεια]] κοινώς αποδεκτή («τὸ ξυγγενές τοι δεινὸν ἥ θ' [[ὁμιλία]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[μόριο]] έχει σχηματιστεί από το θ. του ουδ. του άρθρου <i>το</i> και των δεικτικών αντωνυμιών (<b>πρβλ.</b> [[τοῖος]]). Δυσερμήνευτος [[ωστόσο]] [[είναι]] ο [[σχηματισμός]] της ληκτικής διφθόγγου -<i>οι</i>].<br /><b>(II)</b><br /> Α<br /> (εγκλιτ. [[μόριο]]) ΣΗΜΑΣΙΑ-ΣΥΝΤΑΞΗ<br /> χρησιμοποιείται: 1. για να εκφράσει την [[πίστη]] ή την [[πεποίθηση]] [[αυτού]] που μιλάει σε ό,τι λέει: [[αλήθεια]], βεβαίως, [[πράγματι]], όντως («αἰσχρόν τοι [[δηρόν]] τε μένειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> για να επιτείνει τη [[σημασία]] άλλων μορίων («[[ἀλλά]] τοι [[ἤρατο]] τῶν ἀπεόντων», <b>Πίνδ.</b>)<br /> <b>3.</b> σε δευτερεύουσες προτάσεις, [[ιδίως]] αιτιολογικές, χρονικές, υποθετικές και τελικές, ως επιτατικό [[μόριο]] (α. «μάλιστ', [[ἐπεί]] τοι καὶ σοφῆς δεῖται φρενός», <b>Ευρ.</b><br /> β. «εἴ τοι νομίζεις [[κτῆμα]] τὴν αὐθάδιαν εἶναί τι τοῦ νοῡ [[χωρίς]]», <b>Σοφ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τη [[δοτική]] του β' προσώπου της προσωπικής αντωνυμίας (<b>βλ. λ.</b> <i>τοι</i> [ΙΙΙ]), που στην αττ. διάλ. χρησιμοποιήθηκε ως βεβαιωτικό [[μόριο]] με σημ. «[[αλήθεια]], όντως» και ως επιτατικό άλλων μορίων (<b>πρβλ.</b> [[μέντοι]], [[καίτοι]])].<br /><b>(III)</b><br /> Α<br /> (δωρ., αιολ., ιων. και επικ. τ. δοτ. της προσ. αντων. β' προσ.) <b>βλ.</b> <i>εσύ</i>.
|mltxt=<b>(I)</b><br /> Α<br /> ([[μόριο]]) ΣΗΜΑΣΙΑ-ΣΥΝΤΑΞΗ<br /> χρησιμοποιείται: 1. για να συγκεφαλαιώσει ή για να εκφράσει ένα θετικό [[συμπέρασμα]]: [[λοιπόν]], [[επομένως]], όπως βλέπεις («οὗτός τοι... ἀπὸ στρατοῦ ἔρχεται [[ἀνήρ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> (συν. στους τραγικούς) για να εισαγάγει ένα [[αξίωμα]] ή μια [[αλήθεια]] κοινώς αποδεκτή («τὸ ξυγγενές τοι δεινὸν ἥ θ' [[ὁμιλία]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[μόριο]] έχει σχηματιστεί από το θ. του ουδ. του άρθρου <i>το</i> και των δεικτικών αντωνυμιών (<b>πρβλ.</b> [[τοῖος]]). Δυσερμήνευτος [[ωστόσο]] [[είναι]] ο [[σχηματισμός]] της ληκτικής διφθόγγου -<i>οι</i>].<br /><b>(II)</b><br /> Α<br /> (εγκλιτ. [[μόριο]]) ΣΗΜΑΣΙΑ-ΣΥΝΤΑΞΗ<br /> χρησιμοποιείται: 1. για να εκφράσει την [[πίστη]] ή την [[πεποίθηση]] [[αυτού]] που μιλάει σε ό,τι λέει: [[αλήθεια]], βεβαίως, [[πράγματι]], όντως («αἰσχρόν τοι [[δηρόν]] τε μένειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> για να επιτείνει τη [[σημασία]] άλλων μορίων («[[ἀλλά]] τοι [[ἤρατο]] τῶν ἀπεόντων», <b>Πίνδ.</b>)<br /> <b>3.</b> σε δευτερεύουσες προτάσεις, [[ιδίως]] αιτιολογικές, χρονικές, υποθετικές και τελικές, ως επιτατικό [[μόριο]] (α. «μάλιστ', [[ἐπεί]] τοι καὶ σοφῆς δεῖται φρενός», <b>Ευρ.</b><br /> β. «εἴ τοι νομίζεις [[κτῆμα]] τὴν αὐθάδιαν εἶναί τι τοῦ νοῦ [[χωρίς]]», <b>Σοφ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τη [[δοτική]] του β' προσώπου της προσωπικής αντωνυμίας (<b>βλ. λ.</b> <i>τοι</i> [ΙΙΙ]), που στην αττ. διάλ. χρησιμοποιήθηκε ως βεβαιωτικό [[μόριο]] με σημ. «[[αλήθεια]], όντως» και ως επιτατικό άλλων μορίων (<b>πρβλ.</b> [[μέντοι]], [[καίτοι]])].<br /><b>(III)</b><br /> Α<br /> (δωρ., αιολ., ιων. και επικ. τ. δοτ. της προσ. αντων. β' προσ.) <b>βλ.</b> <i>εσύ</i>.
}}
}}
{{lsm
{{lsm