στερεός: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "Homer down" to "Homer down")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[στερρός]], -ά, -ό / [[στερεός]] και [[στερρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, -η -ο, και [[στέριος]], -α, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πυκνή [[σύσταση]], [[συμπαγής]], [[σκληρός]] (α. «[[στερεά]] [[ουσία]]» β. «στερεὸν [[κέρας]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ισχυρός]], [[δυνατός]], [[γερός]], [[ακλόνητος]] (α. «[[στερεός]] [[τοίχος]]» β. «[[στήλη]] στερεοῡ λίθου», πάπ.)<br /><b>3.</b> [[σταθερός]], [[αμετάβλητος]] («έχει [[στέρεα]] φρονήματα»)<br /><b>4.</b> [[ασφαλής]]<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[στερεά]]<br />η [[ξηρά]], η [[στεριά]] («Στερεά [[Ελλάδα]]»)<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το στερεό</i>(<i>ν</i>)<br /><b>(γεωμ.)</b> [[κάθε]] [[σώμα]] που έχει [[τρεις]] διαστάσεις στον χώρο, [[δηλαδή]] [[μήκος]], [[πλάτος]], ύψος και περικλείεται από [[σαφώς]] καθορισμένες επιφάνειες<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[στερεά]] [[γωνία]]» — [[γωνία]] η οποία σχηματίζεται από [[τρία]] ή περισσότερα επίπεδα που διέρχονται απο ένα [[σημείο]] και περατώνονται στις δύο [[εφεξής]] τομές τους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>φυσ.</b> α) [[κάθε]] [[σώμα]] που, λόγω της συνοχής τών μορίων του, έχει σταθερό όγκο και [[σχήμα]] υπό τη συνήθη [[θερμοκρασία]] και [[πίεση]]<br />β) [[σώμα]] μή [[υποκείμενο]] σε παραμορφώσεις υπό την [[επίδραση]] εξωτερικών δυνάμεων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στερεά]] διαλύματα»<br /><b>χημ.</b> [[στερεά]] ανάλογα τών υγρών διαλυμάτων<br />β) «[[στερεά]] [[κατάσταση]] της ύλης»<br />(στη [[φυσικοχημεία]]) [[κατάσταση]] ή [[φάση]] της ύλης [[κατά]] την οποία τα σώματα που ανήκουν σε αυτήν παρουσιάζουν σταθερό [[σχήμα]] και όγκο υπό δεδομένες συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[άκαμπτος]], [[ανένδοτος]], [[ισχυρογνώμονας]] («σοὶ δ' ἀει [[κραδίη]] στερεωτέρη ἐστί λίθοιο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πηχτός]] («τοῡ παιδίου... στερεωτέρας τροφῆς προσδεομένου», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ακμαίος]], [[ρωμαλέος]] («μαλθακόν τινα καὶ οὐ στερεὸν διώκων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[δεινός]], [[φοβερός]], [[θηριώδης]]<br /><b>4.</b> (για γεωμετρικά σώματα και ποσά) [[κυβικός]] («[[ὅταν]] ὁ τοῦ διαγράμματος [[ἀριθμὸς]] γένηται [[στερεός]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[μέτρα]] μήκους και επιφάνειας) [[κανονικός]]<br /><b>6.</b> (για [[ποσό]]) αυτός που οφείλεται σε [[είδος]] («πυροῡ στερεοῡ», πάπ.)<br /><b>7.</b> (για χρήματα) αυτός που έχει την [[ίδια]] ανταλλακτική [[αξία]] με εκείνην που είχε όταν αρχικά εξεδόθη, [[σταθερός]] («ἀργυρίου [[στερεά]] τάλαντα», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>8.</b> καθορισμένος, [[συγκεκριμένος]]<br /><b>9.</b> (στον τ. [[στερρός]]) α) [[σοβαρός]] ή [[αυστηρός]]<br />β) αυτός που δεν παρέχει [[ησυχία]] ή [[ανάπαυση]] («νῶτ' ἐν στερροῑς λέκτροισι ταθεῑσα», <b>Ευρ.</b>)<br />γ) (για [[υγρό]]) [[παγωμένος]]<br /><b>10.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[στερεά]]<br />κυβικοί αριθμοί που παριστάνουν σώματα τριών διαστάσεων<br /><b>11.</b> (το υπερθ. ουδ. στον πληθ. ως επίρρ. στον τ. [[στερρός]]) <i>στερρότατα</i><br />με πολλές στερήσεις<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στερεά]] ζῴδια» — ζώδια που συντελούν στη [[δημιουργία]] ευνοϊκών καταστάσεων, [[ιδίως]] οικονομικών<br />β) «στερεὴ κοιλίη» — [[κοιλιά]] που ενεργείται δύσκολα<br />γ) «στερρὰ [[τροφή]]» — [[σκληραγώγηση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στερεώς</i> και <i>στερρώς</i> / <i>στερεῶς</i> και <i>στερρώς</i> ΝΜΑ, και [[στερεά]] και [[στέρεα]] Ν<br /><b>1.</b> [[κατά]] τρόπο [[στέρεο]], με [[σταθερότητα]]<br /><b>2.</b> [[δυνατά]]<br /><b>μσν.</b><br />[[στενά]], [[σφιχτά]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με [[ισχυρογνωμοσύνη]], επίμονα<br /><b>αρχ.</b><br />εντελώς («στερεῶς ἐκθερμανθῆναι», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[στερεός]] (πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>στερ</i>-<i>ε</i>[[F]]<i>ός</i>, <b>πρβλ.</b> <i>ἐτε</i>[[F]]<i>ός</i>, <i>κενε</i>[[F]]<i>ός</i>) ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ster</i>-/<i>str</i><i>ē</i>- «[[στερεός]], [[σταθερός]], [[συμπαγής]]» και συνδέεται με τους γερμ. τ. αρχ. άνω γερμ. <i>staren</i> «[[κοιτάζω]] [[σταθερά]]» και γερμ. <i>starr</i> «[[στερεός]], [[αλύγιστος]]», <i>erstarren</i> «[[γίνομαι]] [[στερεός]]». Στην [[ίδια]] [[οικογένεια]] ανήκουν οι τ. [[στέρφος]], [[στηρίζω]], [[στόρθυγξ]], [[στρηνής]], [[στριφνός]]. Η [[ομωνυμία]], εξάλλου, που παρατηρείται στα θέματα του επιθ. [[στερεός]] (<b>πρβλ.</b> και [[στεῖρα]] «<i>το</i> εξέχον [[μέρος]] της πλώρης») και της λ. [[στεῖρα]] «[[γυναίκα]] που δεν έχει ή δεν μπορεί [[πλέον]] να αποκτήσει [[παιδιά]]» (<b>πρβλ.</b> και [[στέριφος]] [Ι] / [[στέριφος]] [ΙΙ]) δεν αποκλείει το [[γεγονός]] οι δύο ρίζες να έχουν [[κοινή]] [[αρχή]]. Στην αττική διάλεκτο χρησιμοποιήθηκε ο τ. [[στερρός]], ο [[οποίος]] προήλθε από τον τ. [[στερεός]] με [[συνίζηση]] του -<i>ε</i>- σε -<i>j</i>- λόγω της συμπροφοράς του με την επόμενη [[συλλαβή]] και αφομοιωτική [[τροπή]] του -<i>j</i>- σε -<i>ρ</i>-: [[στερεός]] > <i>στερjός</i>> [[στερρός]] (<b>πρβλ.</b> [[Βορέας]]> <i>Βορjάς</i>> [[Βορρᾶς]]). Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιούνται οι τ. <i>στέρεος</i> (με αναβιβασμό του τόνου) και [[στέριος]] (με [[συνίζηση]] και αναβιβασμό του τόνου, <b>πρβλ.</b> [[καθαρός]]: [[καθάριος]]). Το επίθ. [[στερεός]], [[τέλος]], εμφανίζεται ως α' συνθετικό με τη [[μορφή]] <i>στερεο</i>- και [[μάλιστα]] σε [[σειρά]] επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια (<b>πρβλ.</b> [[στερεοτυπία]] <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>stereotypie</i>, [[στερεοφωνία]] <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>stereophonie</i>)<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[στερεότητα]], <i>στερεῶ</i>(-<i>ώνω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[στερέϊνος]], [[στερεώδης]], [[στέριφος]] (Ι)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[στερέμνιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[στερεοβάτης]], [[στερεομετρία]], [[στερεοποιώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[στερεοβόας]], [[στερεόδερμος]], [[στερεοειδής]], [[στερεοκαρδία]], [[στερεομέτρης]], [[στερεόμορφος]], [[στερεοπαγής]], <i>στερεόσαρχος</i>, [[στερεόστρακος]], [[στερεόφρων]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>οτερεόπους</i><br /><b>μσν.</b><br />[[στερεόφωνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στερεογνωσία]], [[στερεόγραμμα]], [[στερεογραφία]], [[στερεόδετος]], [[στερεοϊσομέρεια]], [[στερεόπλασμα]], [[στερεοσκοπία]], <i>στερεοσπόνδυλοι</i>, [[στερεοστατικός]], [[στερεόσφαιρα]], [[στερεοταξία]], [[στερεοτομία]], [[στερεοτύπης]], [[στερεότυπος]], [[στερεοφωνία]], [[στερεοφωτογραφία]], [[στερεοχημεία]], [[στερεοχρωμία]]].
|mltxt=και [[στερρός]], -ά, -ό / [[στερεός]] και [[στερρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, -η -ο, και [[στέριος]], -α, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πυκνή [[σύσταση]], [[συμπαγής]], [[σκληρός]] (α. «[[στερεά]] [[ουσία]]» β. «στερεὸν [[κέρας]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ισχυρός]], [[δυνατός]], [[γερός]], [[ακλόνητος]] (α. «[[στερεός]] [[τοίχος]]» β. «[[στήλη]] στερεοῦ λίθου», πάπ.)<br /><b>3.</b> [[σταθερός]], [[αμετάβλητος]] («έχει [[στέρεα]] φρονήματα»)<br /><b>4.</b> [[ασφαλής]]<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[στερεά]]<br />η [[ξηρά]], η [[στεριά]] («Στερεά [[Ελλάδα]]»)<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το στερεό</i>(<i>ν</i>)<br /><b>(γεωμ.)</b> [[κάθε]] [[σώμα]] που έχει [[τρεις]] διαστάσεις στον χώρο, [[δηλαδή]] [[μήκος]], [[πλάτος]], ύψος και περικλείεται από [[σαφώς]] καθορισμένες επιφάνειες<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[στερεά]] [[γωνία]]» — [[γωνία]] η οποία σχηματίζεται από [[τρία]] ή περισσότερα επίπεδα που διέρχονται απο ένα [[σημείο]] και περατώνονται στις δύο [[εφεξής]] τομές τους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>φυσ.</b> α) [[κάθε]] [[σώμα]] που, λόγω της συνοχής τών μορίων του, έχει σταθερό όγκο και [[σχήμα]] υπό τη συνήθη [[θερμοκρασία]] και [[πίεση]]<br />β) [[σώμα]] μή [[υποκείμενο]] σε παραμορφώσεις υπό την [[επίδραση]] εξωτερικών δυνάμεων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στερεά]] διαλύματα»<br /><b>χημ.</b> [[στερεά]] ανάλογα τών υγρών διαλυμάτων<br />β) «[[στερεά]] [[κατάσταση]] της ύλης»<br />(στη [[φυσικοχημεία]]) [[κατάσταση]] ή [[φάση]] της ύλης [[κατά]] την οποία τα σώματα που ανήκουν σε αυτήν παρουσιάζουν σταθερό [[σχήμα]] και όγκο υπό δεδομένες συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[άκαμπτος]], [[ανένδοτος]], [[ισχυρογνώμονας]] («σοὶ δ' ἀει [[κραδίη]] στερεωτέρη ἐστί λίθοιο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πηχτός]] («τοῦ παιδίου... στερεωτέρας τροφῆς προσδεομένου», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ακμαίος]], [[ρωμαλέος]] («μαλθακόν τινα καὶ οὐ στερεὸν διώκων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[δεινός]], [[φοβερός]], [[θηριώδης]]<br /><b>4.</b> (για γεωμετρικά σώματα και ποσά) [[κυβικός]] («[[ὅταν]] ὁ τοῦ διαγράμματος [[ἀριθμὸς]] γένηται [[στερεός]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[μέτρα]] μήκους και επιφάνειας) [[κανονικός]]<br /><b>6.</b> (για [[ποσό]]) αυτός που οφείλεται σε [[είδος]] («πυροῦ στερεοῦ», πάπ.)<br /><b>7.</b> (για χρήματα) αυτός που έχει την [[ίδια]] ανταλλακτική [[αξία]] με εκείνην που είχε όταν αρχικά εξεδόθη, [[σταθερός]] («ἀργυρίου [[στερεά]] τάλαντα», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>8.</b> καθορισμένος, [[συγκεκριμένος]]<br /><b>9.</b> (στον τ. [[στερρός]]) α) [[σοβαρός]] ή [[αυστηρός]]<br />β) αυτός που δεν παρέχει [[ησυχία]] ή [[ανάπαυση]] («νῶτ' ἐν στερροῑς λέκτροισι ταθεῑσα», <b>Ευρ.</b>)<br />γ) (για [[υγρό]]) [[παγωμένος]]<br /><b>10.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[στερεά]]<br />κυβικοί αριθμοί που παριστάνουν σώματα τριών διαστάσεων<br /><b>11.</b> (το υπερθ. ουδ. στον πληθ. ως επίρρ. στον τ. [[στερρός]]) <i>στερρότατα</i><br />με πολλές στερήσεις<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στερεά]] ζῴδια» — ζώδια που συντελούν στη [[δημιουργία]] ευνοϊκών καταστάσεων, [[ιδίως]] οικονομικών<br />β) «στερεὴ κοιλίη» — [[κοιλιά]] που ενεργείται δύσκολα<br />γ) «στερρὰ [[τροφή]]» — [[σκληραγώγηση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στερεώς</i> και <i>στερρώς</i> / <i>στερεῶς</i> και <i>στερρώς</i> ΝΜΑ, και [[στερεά]] και [[στέρεα]] Ν<br /><b>1.</b> [[κατά]] τρόπο [[στέρεο]], με [[σταθερότητα]]<br /><b>2.</b> [[δυνατά]]<br /><b>μσν.</b><br />[[στενά]], [[σφιχτά]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με [[ισχυρογνωμοσύνη]], επίμονα<br /><b>αρχ.</b><br />εντελώς («στερεῶς ἐκθερμανθῆναι», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[στερεός]] (πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>στερ</i>-<i>ε</i>[[F]]<i>ός</i>, <b>πρβλ.</b> <i>ἐτε</i>[[F]]<i>ός</i>, <i>κενε</i>[[F]]<i>ός</i>) ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ster</i>-/<i>str</i><i>ē</i>- «[[στερεός]], [[σταθερός]], [[συμπαγής]]» και συνδέεται με τους γερμ. τ. αρχ. άνω γερμ. <i>staren</i> «[[κοιτάζω]] [[σταθερά]]» και γερμ. <i>starr</i> «[[στερεός]], [[αλύγιστος]]», <i>erstarren</i> «[[γίνομαι]] [[στερεός]]». Στην [[ίδια]] [[οικογένεια]] ανήκουν οι τ. [[στέρφος]], [[στηρίζω]], [[στόρθυγξ]], [[στρηνής]], [[στριφνός]]. Η [[ομωνυμία]], εξάλλου, που παρατηρείται στα θέματα του επιθ. [[στερεός]] (<b>πρβλ.</b> και [[στεῖρα]] «<i>το</i> εξέχον [[μέρος]] της πλώρης») και της λ. [[στεῖρα]] «[[γυναίκα]] που δεν έχει ή δεν μπορεί [[πλέον]] να αποκτήσει [[παιδιά]]» (<b>πρβλ.</b> και [[στέριφος]] [Ι] / [[στέριφος]] [ΙΙ]) δεν αποκλείει το [[γεγονός]] οι δύο ρίζες να έχουν [[κοινή]] [[αρχή]]. Στην αττική διάλεκτο χρησιμοποιήθηκε ο τ. [[στερρός]], ο [[οποίος]] προήλθε από τον τ. [[στερεός]] με [[συνίζηση]] του -<i>ε</i>- σε -<i>j</i>- λόγω της συμπροφοράς του με την επόμενη [[συλλαβή]] και αφομοιωτική [[τροπή]] του -<i>j</i>- σε -<i>ρ</i>-: [[στερεός]] > <i>στερjός</i>> [[στερρός]] (<b>πρβλ.</b> [[Βορέας]]> <i>Βορjάς</i>> [[Βορρᾶς]]). Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιούνται οι τ. <i>στέρεος</i> (με αναβιβασμό του τόνου) και [[στέριος]] (με [[συνίζηση]] και αναβιβασμό του τόνου, <b>πρβλ.</b> [[καθαρός]]: [[καθάριος]]). Το επίθ. [[στερεός]], [[τέλος]], εμφανίζεται ως α' συνθετικό με τη [[μορφή]] <i>στερεο</i>- και [[μάλιστα]] σε [[σειρά]] επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια (<b>πρβλ.</b> [[στερεοτυπία]] <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>stereotypie</i>, [[στερεοφωνία]] <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>stereophonie</i>)<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[στερεότητα]], <i>στερεῶ</i>(-<i>ώνω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[στερέϊνος]], [[στερεώδης]], [[στέριφος]] (Ι)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[στερέμνιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[στερεοβάτης]], [[στερεομετρία]], [[στερεοποιώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[στερεοβόας]], [[στερεόδερμος]], [[στερεοειδής]], [[στερεοκαρδία]], [[στερεομέτρης]], [[στερεόμορφος]], [[στερεοπαγής]], <i>στερεόσαρχος</i>, [[στερεόστρακος]], [[στερεόφρων]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>οτερεόπους</i><br /><b>μσν.</b><br />[[στερεόφωνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στερεογνωσία]], [[στερεόγραμμα]], [[στερεογραφία]], [[στερεόδετος]], [[στερεοϊσομέρεια]], [[στερεόπλασμα]], [[στερεοσκοπία]], <i>στερεοσπόνδυλοι</i>, [[στερεοστατικός]], [[στερεόσφαιρα]], [[στερεοταξία]], [[στερεοτομία]], [[στερεοτύπης]], [[στερεότυπος]], [[στερεοφωνία]], [[στερεοφωτογραφία]], [[στερεοχημεία]], [[στερεοχρωμία]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm