τελεσσίγαμος: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "<b class="b3">ῐ], ον</b>" to "ῐ], ον")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και μτγν<br />επικ. τ. [[τελεσίγαμος]], -ον, ΜΑ<br />(<b>επικ. τ.</b>) αυτός που τελεί, που ευλογεί γάμο («τελεσσιγάμου Πειθοῡς», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τελεσ</i>- του [[τέλος]] <span style="color: red;">+</span> [[γάμος]] (<b>πρβλ.</b> <i>νυκτί</i>-<i>γαμος</i>), με διπλασιασμό του -<i>σ</i>- για [[διευθέτηση]] μετρικών αναγκών].
|mltxt=και μτγν<br />επικ. τ. [[τελεσίγαμος]], -ον, ΜΑ<br />(<b>επικ. τ.</b>) αυτός που τελεί, που ευλογεί γάμο («τελεσσιγάμου Πειθοῦς», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τελεσ</i>- του [[τέλος]] <span style="color: red;">+</span> [[γάμος]] (<b>πρβλ.</b> <i>νυκτί</i>-<i>γαμος</i>), με διπλασιασμό του -<i>σ</i>- για [[διευθέτηση]] μετρικών αναγκών].
}}
}}