ὑπακούω: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "Homer down" to "Homer down")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑπακούω]] ΝΜΑ [[ακούω]]<br />[[ακούω]] με σεβασμό μία [[επιταγή]] και συμμορφώνομαι [[προς]] αυτήν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[υπάκουος]], [[ευπειθής]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[διέπομαι]] («το [[φαινόμενο]] υπακούει στον νόμο της βαρύτητας»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> υποτάσσομαι σε κάποιον<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> [[ψάλλω]] σε [[απάντηση]] κάποιου, ὑποφωνῶ<br /><b>αρχ.</b><br />[[ακούω]] [[κάτι]] προσεκτικά («ὑπάκουσον, ἄκουσον, ὦ μᾱτερ, [[ἀντιάζω]] σ' ἐγώ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δίνω]] [[προσοχή]], [[προσέχω]]<br /><b>3.</b> [[δίνω]] [[απάντηση]], [[αποκρίνομαι]]<br /><b>4.</b> (για θυρωρό) [[ανοίγω]] την [[θύρα]] που κρούεται («[[θαυμάζω]], [[ὅπως]] ἠθέλησέ σοι ὁ τοῦ δεσμωτηρίου [[φύλαξ]] υπακοῡσαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> (για δικαστή) [[δίνω]] [[ακρόαση]] σε παράπονα<br /><b>6.</b> (για κρινόμενο, [[κατηγορούμενο]] ή συνήγορο) εμφανίζομαι στο δικαστήριο<br /><b>7.</b> [[συναινώ]], [[συγκατανεύω]]<br /><b>8.</b> [[ανταποκρίνομαι]] στις προσδοκίες κάποιου<br /><b>9.</b> <b>μτφ.</b> [[υπόκειμαι]] («τούτων ἔδοξεν γυμνὸς αὐτῷ κᾱπος ὀξείαις ὑπακουέμεν αὐγαῑς ἀελίου», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>10.</b> [[υποχωρώ]] σε [[συζήτηση]], [[ενδίδω]]<br /><b>11.</b> (για νόσο) [[υποχωρώ]] στην ιαματική [[ενέργεια]] ενός φαρμάκου<br /><b>12.</b> [[αντιστοιχώ]], αναλογώ («πᾶσα παραγωγὴ ἐπιρρηματική... μιᾷ ὑπακούει πτώσει κατὰ τὴν διάλυσιν», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>13.</b> [[εννοώ]] [[λέξη]] που έχει παραλειφθεί<br /><b>14.</b> [[συμφωνώ]] με μια [[θεωρία]]<br /><b>15.</b> <b>αστρολ.</b> α) (για το νοτιότερο από δύο [[σημεία]] που απέχουν [[εξίσου]] από τον Ισημερινό) προσανατολίζομαι από τον Νότο [[προς]] τον Βορρά<br />β) [[προστάσσω]]<br /><b>16.</b> (το αρσ. μτχ. αορ. ως ουσ.) <i>ὁ ὑπακούσας</i>·ο [[θυρωρός]]<br /><b>17.</b> <b>φρ.</b> α) «δείπνῳ [[ὑπακούω]]» — [[δέχομαι]] [[πρόσκληση]] για [[δείπνο]] <b>Αθήν.</b><br />β) «κοινῶς [[ὑπακούω]]» — [[γίνομαι]] [[αντιληπτός]] υπό μία γενική [[έννοια]] <b>(Φιλόδ.)</b>.
|mltxt=[[ὑπακούω]] ΝΜΑ [[ακούω]]<br />[[ακούω]] με σεβασμό μία [[επιταγή]] και συμμορφώνομαι [[προς]] αυτήν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[υπάκουος]], [[ευπειθής]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[διέπομαι]] («το [[φαινόμενο]] υπακούει στον νόμο της βαρύτητας»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> υποτάσσομαι σε κάποιον<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> [[ψάλλω]] σε [[απάντηση]] κάποιου, ὑποφωνῶ<br /><b>αρχ.</b><br />[[ακούω]] [[κάτι]] προσεκτικά («ὑπάκουσον, ἄκουσον, ὦ μᾱτερ, [[ἀντιάζω]] σ' ἐγώ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δίνω]] [[προσοχή]], [[προσέχω]]<br /><b>3.</b> [[δίνω]] [[απάντηση]], [[αποκρίνομαι]]<br /><b>4.</b> (για θυρωρό) [[ανοίγω]] την [[θύρα]] που κρούεται («[[θαυμάζω]], [[ὅπως]] ἠθέλησέ σοι ὁ τοῦ δεσμωτηρίου [[φύλαξ]] υπακοῦσαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> (για δικαστή) [[δίνω]] [[ακρόαση]] σε παράπονα<br /><b>6.</b> (για κρινόμενο, [[κατηγορούμενο]] ή συνήγορο) εμφανίζομαι στο δικαστήριο<br /><b>7.</b> [[συναινώ]], [[συγκατανεύω]]<br /><b>8.</b> [[ανταποκρίνομαι]] στις προσδοκίες κάποιου<br /><b>9.</b> <b>μτφ.</b> [[υπόκειμαι]] («τούτων ἔδοξεν γυμνὸς αὐτῷ κᾱπος ὀξείαις ὑπακουέμεν αὐγαῑς ἀελίου», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>10.</b> [[υποχωρώ]] σε [[συζήτηση]], [[ενδίδω]]<br /><b>11.</b> (για νόσο) [[υποχωρώ]] στην ιαματική [[ενέργεια]] ενός φαρμάκου<br /><b>12.</b> [[αντιστοιχώ]], αναλογώ («πᾶσα παραγωγὴ ἐπιρρηματική... μιᾷ ὑπακούει πτώσει κατὰ τὴν διάλυσιν», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>13.</b> [[εννοώ]] [[λέξη]] που έχει παραλειφθεί<br /><b>14.</b> [[συμφωνώ]] με μια [[θεωρία]]<br /><b>15.</b> <b>αστρολ.</b> α) (για το νοτιότερο από δύο [[σημεία]] που απέχουν [[εξίσου]] από τον Ισημερινό) προσανατολίζομαι από τον Νότο [[προς]] τον Βορρά<br />β) [[προστάσσω]]<br /><b>16.</b> (το αρσ. μτχ. αορ. ως ουσ.) <i>ὁ ὑπακούσας</i>·ο [[θυρωρός]]<br /><b>17.</b> <b>φρ.</b> α) «δείπνῳ [[ὑπακούω]]» — [[δέχομαι]] [[πρόσκληση]] για [[δείπνο]] <b>Αθήν.</b><br />β) «κοινῶς [[ὑπακούω]]» — [[γίνομαι]] [[αντιληπτός]] υπό μία γενική [[έννοια]] <b>(Φιλόδ.)</b>.
}}
}}
{{lsm
{{lsm