λόγιος: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῑς" to "οῖς"
m (Text replacement - "as Subst." to "as substantive")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ια, -ιο (AM [[λόγιος]], -ία, -ιον) [[λόγος]]<br />[[πεπαιδευμένος]], πνευματικά καλλιεργημένος, μορφωμένος, [[πολυμαθής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (και ως ουσ.) [[άνθρωπος]] τών γραμμάτων<br /><b>2.</b> ο [[σχετικός]] με τα γράμματα και τον λόγο («[[λόγια]] [[παράδοση]]» — η [[παράδοση]] που βασίζεται σε γραπτές [[κυρίως]] μαρτυρίες ανθρώπων τών γραμμάτων, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη λαϊκή [[παράδοση]])<br /><b>3.</b> (στον υπερθ.) <i>λογιώτατος</i> και [[λογιότατος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) [[προσηγορία]] τών μορφωμένων επί τουρκοκρατίας<br />β) (εμπαικτικά) [[σχολαστικός]] [[οπαδός]] της καθαρεύουσας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που χαρακτηρίζεται από [[ευφράδεια]], [[εύγλωττος]] («ἅπαντας μὲν γὰρ λογίους ἐποίησε τοὺς μαθητὰς Ἀριστοτέλης», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ικανός]], ο [[έμπειρος]] στις διηγήσεις ή ιστορίες («καὶ λογίοις καὶ ἀοιδοῑς», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[χρονογράφος]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον επικό ποιητή<br /><b>3.</b> [[μαντικός]], [[χρησμοδοτικός]] («Ἀπόλλωνος [[δῶμα]] [[λόγιον]]», <b>επιγρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λογίως</i> (AM λογίως)<br /><b>νεοελλ.</b><br />με αρχαΐζοντα τρόπο, αρχαιοπρεπώς<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />εύγλωττα, με [[ευφράδεια]].
|mltxt=-ια, -ιο (AM [[λόγιος]], -ία, -ιον) [[λόγος]]<br />[[πεπαιδευμένος]], πνευματικά καλλιεργημένος, μορφωμένος, [[πολυμαθής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (και ως ουσ.) [[άνθρωπος]] τών γραμμάτων<br /><b>2.</b> ο [[σχετικός]] με τα γράμματα και τον λόγο («[[λόγια]] [[παράδοση]]» — η [[παράδοση]] που βασίζεται σε γραπτές [[κυρίως]] μαρτυρίες ανθρώπων τών γραμμάτων, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη λαϊκή [[παράδοση]])<br /><b>3.</b> (στον υπερθ.) <i>λογιώτατος</i> και [[λογιότατος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) [[προσηγορία]] τών μορφωμένων επί τουρκοκρατίας<br />β) (εμπαικτικά) [[σχολαστικός]] [[οπαδός]] της καθαρεύουσας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που χαρακτηρίζεται από [[ευφράδεια]], [[εύγλωττος]] («ἅπαντας μὲν γὰρ λογίους ἐποίησε τοὺς μαθητὰς Ἀριστοτέλης», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ικανός]], ο [[έμπειρος]] στις διηγήσεις ή ιστορίες («καὶ λογίοις καὶ ἀοιδοῖς», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[χρονογράφος]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον επικό ποιητή<br /><b>3.</b> [[μαντικός]], [[χρησμοδοτικός]] («Ἀπόλλωνος [[δῶμα]] [[λόγιον]]», <b>επιγρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λογίως</i> (AM λογίως)<br /><b>νεοελλ.</b><br />με αρχαΐζοντα τρόπο, αρχαιοπρεπώς<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />εύγλωττα, με [[ευφράδεια]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm