σκιά: Difference between revisions

No change in size ,  18 June 2022
m
Text replacement - "οῑς" to "οῖς"
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. τ. [[σκιή]] Α<br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] φωτός, [[μέρος]] του χώρου όπου δεν εισχωρεί η [[ακτινοβολία]] μιας φωτεινής πηγής λόγω της παρεμβολής αδιαφανούς σώματος, αλλ. [[ήσκιος]] (α. «κάθεται στη [[σκιά]], [[γιατί]] πονάει το [[κεφάλι]] του» β. «ὑπὸ κίονος σκιὰν ἔπτηξεν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> το σκοτεινό [[είδωλο]] αδιαφανούς σώματος, το οποίο σχηματίζεται στο [[έδαφος]] ή σε [[άλλη]] [[επιφάνεια]] όταν το [[σώμα]] φωτίζεται από την αντίθετη [[διεύθυνση]] (α. «είδε τη [[σκιά]] του και φοβήθηκε» β. «ἵνα ἐρχομένου Πέτρου κἂν ἡ σκιὰ ἐπισκιάσῃ τινὶ αὐτῶν», ΚΔ<br />«τὴν αὐτοῦ σκιὰν δέδοικεν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> υπερφυσικό όν, [[πλάσμα]] [[χωρίς]] υλική [[υπόσταση]], [[αερικό]] (α. «σε αυτό το [[σπίτι]] βγαίνουν σκιές τη [[νύχτα]]» β. «σποδόν τε καὶ σκιάν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> το [[φάντασμα]] πεθαμένου, η [[ψυχή]] του (α. «ο Άμλετ είδε [[τότε]] τη [[σκιά]] του [[πατέρα]] του» β. «κατθανὼν δὲ πᾱς ἀνὴρ γῆ καὶ [[σκιά]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[άνθρωπος]] [[αδύνατος]], [[σκελετωμένος]], εξασθενημένος από [[αρρώστια]] ή ταλαιπωρίες (α. «κατάντησε [[σκιά]] από την [[πείνα]]» β. «κακωθεὶς δ' οὐδὲν ἄλλ' εἰμ' ἢ [[σκιά]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> (σχετικά με ζωγραφική) το σκιερό, σκοτεινό [[μέρος]] ενός πίνακα (α. «το [[πορτραίτο]] του ήταν γεμάτο σκιές» β. «τὰ [[λαμπρά]] τη σκιᾷ τρανότερα ποιοῦσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σκιάς]] όναρ [[άνθρωπος]]» — ο [[άνθρωπος]] [[είναι]] ένα [[τίποτε]], η υπόστασή του [[είναι]] σαν τη σκια<br />β) «[[περί]] όνου [[σκιάς]]» — για το [[τίποτε]] (<b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ιπτάμενη [[σκιά]]»<br /><b>αστρον.</b> ατμοσφαιρικό [[φαινόμενο]] που συνίσταται σε μια [[σειρά]] από εναλλασσόμενες φωτεινές και σκοτεινές ταινίες που φαίνεται ότι κινούνται καθέτως [[προς]] την επιμήκη διάστασή τους [[κατά]] [[μήκος]] του εδάφους και που οφείλεται σε τοπικές ανομοιογένειες της ατμόσφαιρας, λίγο [[πριν]] και λίγο [[μετά]] από την [[ολοκλήρωση]] μιας έκλειψης Ηλίου<br />β) «[[ζώνη]] [[σκιάς]]»<br /><b>φυσ.</b> [[περιοχή]] στην οποία τα ακουστικα κύματα [[είναι]] ανύπαρκτα λόγω παρεμπόδισης ή διάθλασής τους<br />γ) «[[κώνος]] [[σκιάς]]»<br /><b>αστρον.</b> [[σκιά]] σε [[σχήμα]] κώνου που προβάλλεται από έναν πλανήτη ή δορυφόρο σε [[διεύθυνση]] αντίθετη με εκείνην του Ηλίου<br />γ) «έγινε [[σκιά]] του»<br />i) τον ακολουθεί [[συνεχώς]] και [[παντού]]<br />ii) έγιναν αχώριστοι σύντροφοι<br />δ) «φοβάται [ή τρέμει] και τη [[σκιά]] του» — [[είναι]] υπερβολικά [[δειλός]] ώστε να φοβάται [[ακόμη]] και όταν δεν υπάρχει [[λόγος]]<br />ε) «οι σκιές τών προγόνων» — η [[ανάμνηση]] τών προγόνων<br />στ) «ο [[κόσμος]] τών σκιών» — ο [[κόσμος]] τών [[νεκρών]], ο Άδης<br />ζ) «δεν φάνηκε [[σκιά]]» — δεν ήλθε [[κανείς]], υπήρξε [[πλήρης]] [[απουσία]]<br />η) «[[θέατρο]] σκιών» — [[είδος]] λαϊκού θεάτρου, στο οποίο οι πρωταγωνιστές [[είναι]] φιγούρες από [[χαρτόνι]] ή [[άλλο]] υλικό, που τίς κινεί [[κάποιος]] [[πίσω]] από λευκή, [[κατάλληλα]] φωτισμένη [[οθόνη]] από [[πανί]], ο [[καραγκιόζης]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />πονηρό [[πνεύμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] το ασήμαντο («οὐδὲν μᾶλλον ἢ καπνοῦ [[σκιά]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σκιαγράφημα]] («Διόδωρος σκιὰν Ἀντιφίλου ἐποίησεν», πάπ.)<br /><b>3.</b> [[αντανάκλαση]], [[εικόνα]] στην [[επιφάνεια]] υγρού<br /><b>4.</b> βαθύχρωμη [[παρυφή]] ή διακοσμητικό [[εξάρτημα]] ενδύματος («καλάσηριν ή ύπόδυμα μὴ ἔχον [[σκιάς]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ξένος]], [[επισκέπτης]] τον οποίο απρόσκλητα φέρνει [[μαζί]] του [[άλλος]] προσκεκλημένος<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «σκιὰ θανάτου» — πολύ [[σκοτεινός]] [[τόπος]], όπου κατοικούν οι ψυχές τών αμαρτωλών<br />β) «αἱ τοῦ δικαίου σκιαί» — λέγεται για να δηλώσει την [[έλλειψη]] δικαιοσύνης<br />γ) «ἡ ἐν Δελφοῑς [[σκιά]]» — το [[φάντασμα]] τών Δελφών, το αμφικτιονικό [[συνέδριο]] (<b>Δημοσθ.</b>)<br />δ) «Ὄνου [[σκιά]]» — [[τίτλος]] κωμωδίας του Αρχίππου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[σκιά]] (<span style="color: red;"><</span> IE <i>skiy</i><i>ā</i>) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>sk</i><i>ā</i><i>i</i>- / <i>ski</i>- «[[σκιά]], [[σκιερός]]» (που παρουσιάζει σπάνια και δυσερμήνευτη στην ινδοευρωπαϊκή φωνητική [[εναλλαγή]] μακρόφωνης διφθόγγου -<i>ā</i><i>i</i>- και φωνηεντισμού -<i>i</i>-) και συνδέεται με αλβ. <i>hije</i>, τοχαρ. Β' <i>skiyo</i>, αρχ. ινδ. <i>ch</i><i>ā</i><i>y</i><i>ā</i> «[[σκιά]], [[εικόνα]], [[αντανάκλαση]]» και περσ. <i>s</i><i>ā</i><i>ya</i> (με μακρό φωνηεντισμό). Αβέβαιη θεωρείται η [[ένταξη]] στην [[ίδια]] [[ρίζα]] με τον τ. [[σκιά]] της λ. <i>σκη</i>-<i>νή</i> / <i>σκᾶ</i>-<i>νά</i> (με έρρινο [[επίθημα]], <b>πρβλ.</b> αρχ. σλαβ. <i>s</i><i>ě</i><i>ni</i>, ρωσ. <i>senĭ</i> «[[σκιά]]») και τών τύπων που παραδίδει ο Ησύχιος: <i>σκοιά</i><br />[[σκοτεινά]], <i>σκοιόν</i><br /><i>ἰσχυρόν</i>, <i>δασύ</i>, <i>μαλακόν</i>, <i>βαθύ</i>, <i>μέγα</i>, <i>χλωρόν</i>, <i>ποικίλον</i>, <i>σύσκιον</i> και <i>σκοίδον</i>. Η λ. [[σκιά]] με σημ. «[[ήσκιος]], σκοτεινό [[είδωλο]]» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει γενικά την [[έννοια]] του σκοτεινού, του φοβερού (<b>πρβλ.</b> [[σκιάζω]], [[σκιάχτρο]]) με μυστηριακές και μεταφυσικές προεκτάσεις ήδη από τον Όμηρο: «[[σκιά]] θανάτου», «υπερφυσικό όν, [[φάντασμα]], [[αερικό]], το [[φάντασμα]] της ψυχής νεκρού», «πονηρό [[πνεύμα]]». Σε άλλες περιπτώσεις, μτγν., η λ. χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. της προστασίας, της προφύλαξης ειδικά από τον ήλιο (<b>πρβλ.</b> [[σκιάς]], [[σκιάδειον]] καί, νεοελλ., <i>σκιάδι</i> «καπέλλο»). Στη Νεοελληνική, [[τέλος]], χρησιμοποιείται ο τ. [[ήσκιος]]].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. τ. [[σκιή]] Α<br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] φωτός, [[μέρος]] του χώρου όπου δεν εισχωρεί η [[ακτινοβολία]] μιας φωτεινής πηγής λόγω της παρεμβολής αδιαφανούς σώματος, αλλ. [[ήσκιος]] (α. «κάθεται στη [[σκιά]], [[γιατί]] πονάει το [[κεφάλι]] του» β. «ὑπὸ κίονος σκιὰν ἔπτηξεν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> το σκοτεινό [[είδωλο]] αδιαφανούς σώματος, το οποίο σχηματίζεται στο [[έδαφος]] ή σε [[άλλη]] [[επιφάνεια]] όταν το [[σώμα]] φωτίζεται από την αντίθετη [[διεύθυνση]] (α. «είδε τη [[σκιά]] του και φοβήθηκε» β. «ἵνα ἐρχομένου Πέτρου κἂν ἡ σκιὰ ἐπισκιάσῃ τινὶ αὐτῶν», ΚΔ<br />«τὴν αὐτοῦ σκιὰν δέδοικεν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> υπερφυσικό όν, [[πλάσμα]] [[χωρίς]] υλική [[υπόσταση]], [[αερικό]] (α. «σε αυτό το [[σπίτι]] βγαίνουν σκιές τη [[νύχτα]]» β. «σποδόν τε καὶ σκιάν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> το [[φάντασμα]] πεθαμένου, η [[ψυχή]] του (α. «ο Άμλετ είδε [[τότε]] τη [[σκιά]] του [[πατέρα]] του» β. «κατθανὼν δὲ πᾱς ἀνὴρ γῆ καὶ [[σκιά]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[άνθρωπος]] [[αδύνατος]], [[σκελετωμένος]], εξασθενημένος από [[αρρώστια]] ή ταλαιπωρίες (α. «κατάντησε [[σκιά]] από την [[πείνα]]» β. «κακωθεὶς δ' οὐδὲν ἄλλ' εἰμ' ἢ [[σκιά]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> (σχετικά με ζωγραφική) το σκιερό, σκοτεινό [[μέρος]] ενός πίνακα (α. «το [[πορτραίτο]] του ήταν γεμάτο σκιές» β. «τὰ [[λαμπρά]] τη σκιᾷ τρανότερα ποιοῦσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σκιάς]] όναρ [[άνθρωπος]]» — ο [[άνθρωπος]] [[είναι]] ένα [[τίποτε]], η υπόστασή του [[είναι]] σαν τη σκια<br />β) «[[περί]] όνου [[σκιάς]]» — για το [[τίποτε]] (<b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ιπτάμενη [[σκιά]]»<br /><b>αστρον.</b> ατμοσφαιρικό [[φαινόμενο]] που συνίσταται σε μια [[σειρά]] από εναλλασσόμενες φωτεινές και σκοτεινές ταινίες που φαίνεται ότι κινούνται καθέτως [[προς]] την επιμήκη διάστασή τους [[κατά]] [[μήκος]] του εδάφους και που οφείλεται σε τοπικές ανομοιογένειες της ατμόσφαιρας, λίγο [[πριν]] και λίγο [[μετά]] από την [[ολοκλήρωση]] μιας έκλειψης Ηλίου<br />β) «[[ζώνη]] [[σκιάς]]»<br /><b>φυσ.</b> [[περιοχή]] στην οποία τα ακουστικα κύματα [[είναι]] ανύπαρκτα λόγω παρεμπόδισης ή διάθλασής τους<br />γ) «[[κώνος]] [[σκιάς]]»<br /><b>αστρον.</b> [[σκιά]] σε [[σχήμα]] κώνου που προβάλλεται από έναν πλανήτη ή δορυφόρο σε [[διεύθυνση]] αντίθετη με εκείνην του Ηλίου<br />γ) «έγινε [[σκιά]] του»<br />i) τον ακολουθεί [[συνεχώς]] και [[παντού]]<br />ii) έγιναν αχώριστοι σύντροφοι<br />δ) «φοβάται [ή τρέμει] και τη [[σκιά]] του» — [[είναι]] υπερβολικά [[δειλός]] ώστε να φοβάται [[ακόμη]] και όταν δεν υπάρχει [[λόγος]]<br />ε) «οι σκιές τών προγόνων» — η [[ανάμνηση]] τών προγόνων<br />στ) «ο [[κόσμος]] τών σκιών» — ο [[κόσμος]] τών [[νεκρών]], ο Άδης<br />ζ) «δεν φάνηκε [[σκιά]]» — δεν ήλθε [[κανείς]], υπήρξε [[πλήρης]] [[απουσία]]<br />η) «[[θέατρο]] σκιών» — [[είδος]] λαϊκού θεάτρου, στο οποίο οι πρωταγωνιστές [[είναι]] φιγούρες από [[χαρτόνι]] ή [[άλλο]] υλικό, που τίς κινεί [[κάποιος]] [[πίσω]] από λευκή, [[κατάλληλα]] φωτισμένη [[οθόνη]] από [[πανί]], ο [[καραγκιόζης]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />πονηρό [[πνεύμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] το ασήμαντο («οὐδὲν μᾶλλον ἢ καπνοῦ [[σκιά]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σκιαγράφημα]] («Διόδωρος σκιὰν Ἀντιφίλου ἐποίησεν», πάπ.)<br /><b>3.</b> [[αντανάκλαση]], [[εικόνα]] στην [[επιφάνεια]] υγρού<br /><b>4.</b> βαθύχρωμη [[παρυφή]] ή διακοσμητικό [[εξάρτημα]] ενδύματος («καλάσηριν ή ύπόδυμα μὴ ἔχον [[σκιάς]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ξένος]], [[επισκέπτης]] τον οποίο απρόσκλητα φέρνει [[μαζί]] του [[άλλος]] προσκεκλημένος<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «σκιὰ θανάτου» — πολύ [[σκοτεινός]] [[τόπος]], όπου κατοικούν οι ψυχές τών αμαρτωλών<br />β) «αἱ τοῦ δικαίου σκιαί» — λέγεται για να δηλώσει την [[έλλειψη]] δικαιοσύνης<br />γ) «ἡ ἐν Δελφοῖς [[σκιά]]» — το [[φάντασμα]] τών Δελφών, το αμφικτιονικό [[συνέδριο]] (<b>Δημοσθ.</b>)<br />δ) «Ὄνου [[σκιά]]» — [[τίτλος]] κωμωδίας του Αρχίππου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[σκιά]] (<span style="color: red;"><</span> IE <i>skiy</i><i>ā</i>) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>sk</i><i>ā</i><i>i</i>- / <i>ski</i>- «[[σκιά]], [[σκιερός]]» (που παρουσιάζει σπάνια και δυσερμήνευτη στην ινδοευρωπαϊκή φωνητική [[εναλλαγή]] μακρόφωνης διφθόγγου -<i>ā</i><i>i</i>- και φωνηεντισμού -<i>i</i>-) και συνδέεται με αλβ. <i>hije</i>, τοχαρ. Β' <i>skiyo</i>, αρχ. ινδ. <i>ch</i><i>ā</i><i>y</i><i>ā</i> «[[σκιά]], [[εικόνα]], [[αντανάκλαση]]» και περσ. <i>s</i><i>ā</i><i>ya</i> (με μακρό φωνηεντισμό). Αβέβαιη θεωρείται η [[ένταξη]] στην [[ίδια]] [[ρίζα]] με τον τ. [[σκιά]] της λ. <i>σκη</i>-<i>νή</i> / <i>σκᾶ</i>-<i>νά</i> (με έρρινο [[επίθημα]], <b>πρβλ.</b> αρχ. σλαβ. <i>s</i><i>ě</i><i>ni</i>, ρωσ. <i>senĭ</i> «[[σκιά]]») και τών τύπων που παραδίδει ο Ησύχιος: <i>σκοιά</i><br />[[σκοτεινά]], <i>σκοιόν</i><br /><i>ἰσχυρόν</i>, <i>δασύ</i>, <i>μαλακόν</i>, <i>βαθύ</i>, <i>μέγα</i>, <i>χλωρόν</i>, <i>ποικίλον</i>, <i>σύσκιον</i> και <i>σκοίδον</i>. Η λ. [[σκιά]] με σημ. «[[ήσκιος]], σκοτεινό [[είδωλο]]» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει γενικά την [[έννοια]] του σκοτεινού, του φοβερού (<b>πρβλ.</b> [[σκιάζω]], [[σκιάχτρο]]) με μυστηριακές και μεταφυσικές προεκτάσεις ήδη από τον Όμηρο: «[[σκιά]] θανάτου», «υπερφυσικό όν, [[φάντασμα]], [[αερικό]], το [[φάντασμα]] της ψυχής νεκρού», «πονηρό [[πνεύμα]]». Σε άλλες περιπτώσεις, μτγν., η λ. χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. της προστασίας, της προφύλαξης ειδικά από τον ήλιο (<b>πρβλ.</b> [[σκιάς]], [[σκιάδειον]] καί, νεοελλ., <i>σκιάδι</i> «καπέλλο»). Στη Νεοελληνική, [[τέλος]], χρησιμοποιείται ο τ. [[ήσκιος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm