συνεξανίστημι: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῑς" to "οῖς"
m (Text replacement - "\n" to "")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἐξανίστημι]]<br /><b>1.</b> [[διεγείρω]] ή [[εξεγείρω]], [[ξεσηκώνω]] [[μαζί]] («ἀεὶ δὲ λυπεῑ τοὺς ἀκροωμένους, ἀνασοβῶν καὶ συνεξανιστὰς παρὰ γνώμην», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (μέσ. ή παθ.) <i>συνεξανίσταμαι</i><br />α) [[προσέρχομαι]] με κάποιον<br />β) [[κάνω]] [[κάτι]] ή προετοιμάζομαι για [[κάτι]] ταυτοχρόνως με κάποιον («[[Πύρρος]] τούτοις ἄμα συνεξαναστὰς ἐπὶ Βέροιαν ἦλθε», <b>Πλούτ.</b>)<br />γ) <b>μτφ.</b> συμμορφώνομαι με [[κάτι]] («συνεξανίστασθαι τοῖς καιροῑς» — να ακολουθούν τις περιστάσεις, <b>Πολ.</b>)<br />δ) εγείρομαι [[μαζί]] με άλλον σε [[αποστασία]] («τὰ ἔθνη τὰ τῷ Κασσίῶ συνεξαναστάντα», Δίων Κάσσ.)<br />ε) παραφέρομαι από ενθουσιασμό [[υπέρ]] κάποιου.
|mltxt=Α [[ἐξανίστημι]]<br /><b>1.</b> [[διεγείρω]] ή [[εξεγείρω]], [[ξεσηκώνω]] [[μαζί]] («ἀεὶ δὲ λυπεῑ τοὺς ἀκροωμένους, ἀνασοβῶν καὶ συνεξανιστὰς παρὰ γνώμην», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (μέσ. ή παθ.) <i>συνεξανίσταμαι</i><br />α) [[προσέρχομαι]] με κάποιον<br />β) [[κάνω]] [[κάτι]] ή προετοιμάζομαι για [[κάτι]] ταυτοχρόνως με κάποιον («[[Πύρρος]] τούτοις ἄμα συνεξαναστὰς ἐπὶ Βέροιαν ἦλθε», <b>Πλούτ.</b>)<br />γ) <b>μτφ.</b> συμμορφώνομαι με [[κάτι]] («συνεξανίστασθαι τοῖς καιροῖς» — να ακολουθούν τις περιστάσεις, <b>Πολ.</b>)<br />δ) εγείρομαι [[μαζί]] με άλλον σε [[αποστασία]] («τὰ ἔθνη τὰ τῷ Κασσίῶ συνεξαναστάντα», Δίων Κάσσ.)<br />ε) παραφέρομαι από ενθουσιασμό [[υπέρ]] κάποιου.
}}
}}
{{lsm
{{lsm