3,273,035
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κοιλιακός]], -ή, -όν) [[κοιλία]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κοιλιά]] (α. «κοιλιακοί μύες» — οι μύες τών προσθιοπλάγιων τοιχωμάτων της κοιλιακής κοιλότητας<br />β. «ἐκ πολλῆς ἀπορίας | |mltxt=-ή, -ό (AM [[κοιλιακός]], -ή, -όν) [[κοιλία]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κοιλιά]] (α. «κοιλιακοί μύες» — οι μύες τών προσθιοπλάγιων τοιχωμάτων της κοιλιακής κοιλότητας<br />β. «ἐκ πολλῆς ἀπορίας ὑδερικοῖς και κοιλιακοῖς περιέπιπτον ἀρρωστήμασιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα κοιλιακά</i><br />[[κάθε]] μορφής νόσοι του εντερικού [[σωλήνα]], [[ιδίως]] στα [[παιδιά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>ανατ.</b> α) «κοιλιακή [[αρτηρία]]» — [[παχύς]] [[κλάδος]] της αορτής που εκφύεται [[κάτω]] από το [[διάφραγμα]] στο επίπεδο του άνω χείλους του παγκρέατος<br />β) «λαρυγγική [[κοιλία]]» — καθένα από τα δύο [[πλάγια]] εκκολπώματα που παρουσιάζει ο [[λάρυγγας]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κοιλιακόν</i><br />[[βαριά]] [[νόσος]] της κοιλιάς, πιθ. [[τύφος]] ή [[δυσεντερία]] («τὸ κοιλιακὸν τοὺς ἐκόλλησε και πόθαναν οἱ Φράγκοι», Χρον. Μορ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από νόσο της κοιλιάς («οἰκεῖόν ἐστιν [[ἔδεσμα]] κοιλιακῶν τε καὶ δυσεντερικῶν», <b>Γαλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοιλιακῶς</i><br /><b>μσν.</b><br />στην [[κοιλιά]], [[κατά]] την [[κοιλιά]] («ἀσθενεῖ κοιλιακῶς»). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |