βασανίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - " LXX " to " LXX "
m (Text replacement - " ," to ",")
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(βᾰσᾰνίζω) <b class="num">I</b> c. compl. gener. de cosa<br /><b class="num">1</b> [[probar la veracidad]] de algo, del oro y metales (λίθος) ᾗ βασανίζουσιν τὸν χρυσόν Pl.<i>Grg</i>.486d, χρυσίον ἐν τῷ πυρὶ βασανίζομεν Isoc.1.25, cf. Thphr.<i>Lap</i>.4, 45, Poll.7.97, 102, en v. pas. βασανισθέντι δὲ χρυσῷ τέλος Pi.<i>Fr</i>.52o.37.<br /><b class="num">2</b> fig. c. compl. de pers. [[poner a prueba]] βασανίζειν (νέους) πολὺ μᾶλλον ἢ χρυσὸν ἐν πυρί Pl.<i>R</i>.413e, en v. pas. βεβασανισμένος εἰς δικαιοσύνην Pl.<i>R</i>.361c<br /><b class="num">•</b>[[desvelar]], [[poner al descubierto]] χρόνος ... δοκεῖ τὰ πολλὰ καλῶς βασανίζειν Pl.<i>Smp</i>.184a, en v. pas. (ἄνθρωποι) ὑπὸ δακρύων βασανίζονταί X.<i>Oec</i>.10.8<br /><b class="num">•</b>de palabras, datos, etc. [[someter a prueba]], [[verificar]] ἕκαστα τῶν προειρημένων σκοπεῖν καὶ βασανίζειν Hp.<i>Aër</i>.3, αὐτὸ τὸ πρᾶγμα Pl.<i>Euthd</i>.307b, τὴν ... οἰκονομίαν τῶν γεγονότων Plb.1.4.3, τὴν ἐπίσκεψιν Hld.4.7.4, τὰ λελεγμένα Longus 4.20.2, en v. pas. βασανίζεται ... τό γε (σπέρμα) ἀνδρῶν, εἰ ἄγονον, ἐν τῷ ὕδατι Arist.<i>GA</i> 747<sup>a</sup>3, οἶνος ... ἐφέτειος ἡδὺς βεβασανισμένος <i>IG</i> 12.<i>Suppl</i>.644.21 (Calcis III/II a.C.), de los hechos probados en una inferencia inductiva ἐπὶ τἀφανῆ μεταβαίνο[μεν] ... ἀπὸ τῶν πανταχόθεν βεβασανισμένων Phld.<i>Sign</i>.29.2, cf. Gal.17(2).62.<br /><b class="num">II</b> c. compl. gener. de pers.<br /><b class="num">1</b> como procedimiento judic. [[someter a la prueba del tormento]], [[interrogar con tortura]] para arrancar una confesión, gener. a esclavos, op. μαρτυρέω: πάντας (δούλους) παραδίδωμι βασανίσαι Antipho 2.4.8, cf. Ar.<i>Ach</i>.110, <i>Ra</i>.616, Is.8.12, D.29.11, en v. pas. οἱ μάρτυρες <ἢ> οἱ βασανισθέντες Anaximen.<i>Rh</i>.1443<sup>b</sup>32, ὡς ἐν τῷ Ἀρε[ίῳ] π[άγῳ] ... β[ασανι] σθησόμενοι Phld.<i>D</i>.1.19.18, cf. Isoc.17.13, Lys.4.14, fig. de Eros βασανίζει τὸν δικαστήν Ach.Tat.1.11.3<br /><b class="num">•</b>en cont. no judic., de prisioneros, servidores, etc. ἵνα τὸν βουκόλον μοῦνον λαβὼν βασανίσῃ Hdt.1.116, ἐδίδου βασανίζειν αὑτόν, εἰ ψεύδεται Longus 4.20.2, Ἀναξίλαν ... ἐβασάνιζεν ὡς κατάσκοπον Plu.2.848a, cf. I.<i>AI</i> 2.105, en v. pas. (οἱ κατάσκοποι) βασανισθέντες ὑπὸ τῶν στρατηγῶν Hdt.7.146, ἀνακληθέντες καὶ βασανισθέντες ... ἐφάνημεν [κ] αθαροί <i>BGU</i> 1847.16 (I a.C.), cf. Th.7.86, Ach.Tat.2.25.3, <i>POxy</i>.903.10 (IV d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[torturar]], [[dar tormento]] como medio de coacción más gener. τὸν τέταρτον ὡσαύτως ἐβασάνιζον αἰκιζόμενοι LXX 2<i>Ma</i>.7.13, en v. pas. βεβασανισμένος ὑπὲρ τῶν δικαίων Plu.2.1126e<br /><b class="num">•</b>ἡ Βασανιζομένη [[La torturada]], [[La sometida a tormento]] tít. de una comedia de Filípides, Philippid.11, <i>AB</i> 92.22<br /><b class="num">•</b>[[torturar]], [[causar sufrimiento]] de otros tipos de violencia física οἱ [[γοῦν]] ἰατροὶ ... πάντῃ βασανίζοντες κακῶς τοὺς ἀρρωστοῦντας (aunque cf. I 2 <i>someter a examen</i>) Heraclit.B 58, χεὶρ κυρίου ... ἐβασάνισεν αὐτούς la mano del señor los torturó</i> llenándolos de llagas, LXX 1<i>Re</i>.5.3, ἑλκοῦσιν [[ἐνίοτε]] τὴν σάρκα καὶ βασανίζουσιν (βρέφη) Plu.2.529c, frec. en v. pas. διὰ πλήθους κνωδάλων ἐβασανίσθησαν LXX <i>Sap</i>.16.1, cf. 4, παῖς ... παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος <i>Eu.Matt</i>.8.6, cf. I.<i>AI</i> 9.101, Aesop.47.1, Luc.<i>Sol</i>.6, οὐχ ἡδὺ θηρίοις βεβασανισμένοις ... ἐπιτίθεσθαι Philostr.<i>VA</i> 1.38<br /><b class="num">•</b>[[torturar]], [[atormentar]] en sent. anímico μὴ βασανίσῃς σου τῇ ψυχῇ τὸ σῶμα Sext.<i>Sent</i>.411, χεῖρον με βασανίζεις ... ζῆν ἀναγκάζων Charito 4.3.9, ἔρις ... ἡ δυναμένη ὑμᾶς βασανίσαι Ign.<i>Eph</i>.8.1<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[torturarse]] del sabio estoico ἔλεγε ... ἀλγεῖν μὲν τὸν σοφόν, μὴ βασανίζεσθαι δέ Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.152.9; cf. adv. [[βεβασανισμένως]].<br /><b class="num">3</b> fig. c. suj. no de anim. [[torturar]], [[violentar]], [[forzar]] τὸ δὲ πλοῖον ... βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων <i>Eu.Matt</i>.14.24, ἐπὶ πλεῖον δ' ὁ ὀμφαλὸς βασανισθῇ <i>Placit</i>.5.18.5, ὡς ... (γῆ) μὴ βασανίζοντο ἄκουσα Philostr.<i>VA</i> 6.10, del estilo τὸ ἔπος ἐβασάνισεν Longin.10.6, cf. D.H.<i>Th</i>.55.
|dgtxt=(βᾰσᾰνίζω) <b class="num">I</b> c. compl. gener. de cosa<br /><b class="num">1</b> [[probar la veracidad]] de algo, del oro y metales (λίθος) ᾗ βασανίζουσιν τὸν χρυσόν Pl.<i>Grg</i>.486d, χρυσίον ἐν τῷ πυρὶ βασανίζομεν Isoc.1.25, cf. Thphr.<i>Lap</i>.4, 45, Poll.7.97, 102, en v. pas. βασανισθέντι δὲ χρυσῷ τέλος Pi.<i>Fr</i>.52o.37.<br /><b class="num">2</b> fig. c. compl. de pers. [[poner a prueba]] βασανίζειν (νέους) πολὺ μᾶλλον ἢ χρυσὸν ἐν πυρί Pl.<i>R</i>.413e, en v. pas. βεβασανισμένος εἰς δικαιοσύνην Pl.<i>R</i>.361c<br /><b class="num">•</b>[[desvelar]], [[poner al descubierto]] χρόνος ... δοκεῖ τὰ πολλὰ καλῶς βασανίζειν Pl.<i>Smp</i>.184a, en v. pas. (ἄνθρωποι) ὑπὸ δακρύων βασανίζονταί X.<i>Oec</i>.10.8<br /><b class="num">•</b>de palabras, datos, etc. [[someter a prueba]], [[verificar]] ἕκαστα τῶν προειρημένων σκοπεῖν καὶ βασανίζειν Hp.<i>Aër</i>.3, αὐτὸ τὸ πρᾶγμα Pl.<i>Euthd</i>.307b, τὴν ... οἰκονομίαν τῶν γεγονότων Plb.1.4.3, τὴν ἐπίσκεψιν Hld.4.7.4, τὰ λελεγμένα Longus 4.20.2, en v. pas. βασανίζεται ... τό γε (σπέρμα) ἀνδρῶν, εἰ ἄγονον, ἐν τῷ ὕδατι Arist.<i>GA</i> 747<sup>a</sup>3, οἶνος ... ἐφέτειος ἡδὺς βεβασανισμένος <i>IG</i> 12.<i>Suppl</i>.644.21 (Calcis III/II a.C.), de los hechos probados en una inferencia inductiva ἐπὶ τἀφανῆ μεταβαίνο[μεν] ... ἀπὸ τῶν πανταχόθεν βεβασανισμένων Phld.<i>Sign</i>.29.2, cf. Gal.17(2).62.<br /><b class="num">II</b> c. compl. gener. de pers.<br /><b class="num">1</b> como procedimiento judic. [[someter a la prueba del tormento]], [[interrogar con tortura]] para arrancar una confesión, gener. a esclavos, op. μαρτυρέω: πάντας (δούλους) παραδίδωμι βασανίσαι Antipho 2.4.8, cf. Ar.<i>Ach</i>.110, <i>Ra</i>.616, Is.8.12, D.29.11, en v. pas. οἱ μάρτυρες <ἢ> οἱ βασανισθέντες Anaximen.<i>Rh</i>.1443<sup>b</sup>32, ὡς ἐν τῷ Ἀρε[ίῳ] π[άγῳ] ... β[ασανι] σθησόμενοι Phld.<i>D</i>.1.19.18, cf. Isoc.17.13, Lys.4.14, fig. de Eros βασανίζει τὸν δικαστήν Ach.Tat.1.11.3<br /><b class="num">•</b>en cont. no judic., de prisioneros, servidores, etc. ἵνα τὸν βουκόλον μοῦνον λαβὼν βασανίσῃ Hdt.1.116, ἐδίδου βασανίζειν αὑτόν, εἰ ψεύδεται Longus 4.20.2, Ἀναξίλαν ... ἐβασάνιζεν ὡς κατάσκοπον Plu.2.848a, cf. I.<i>AI</i> 2.105, en v. pas. (οἱ κατάσκοποι) βασανισθέντες ὑπὸ τῶν στρατηγῶν Hdt.7.146, ἀνακληθέντες καὶ βασανισθέντες ... ἐφάνημεν [κ] αθαροί <i>BGU</i> 1847.16 (I a.C.), cf. Th.7.86, Ach.Tat.2.25.3, <i>POxy</i>.903.10 (IV d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[torturar]], [[dar tormento]] como medio de coacción más gener. τὸν τέταρτον ὡσαύτως ἐβασάνιζον αἰκιζόμενοι [[LXX]] 2<i>Ma</i>.7.13, en v. pas. βεβασανισμένος ὑπὲρ τῶν δικαίων Plu.2.1126e<br /><b class="num">•</b>ἡ Βασανιζομένη [[La torturada]], [[La sometida a tormento]] tít. de una comedia de Filípides, Philippid.11, <i>AB</i> 92.22<br /><b class="num">•</b>[[torturar]], [[causar sufrimiento]] de otros tipos de violencia física οἱ [[γοῦν]] ἰατροὶ ... πάντῃ βασανίζοντες κακῶς τοὺς ἀρρωστοῦντας (aunque cf. I 2 <i>someter a examen</i>) Heraclit.B 58, χεὶρ κυρίου ... ἐβασάνισεν αὐτούς la mano del señor los torturó</i> llenándolos de llagas, [[LXX]] 1<i>Re</i>.5.3, ἑλκοῦσιν [[ἐνίοτε]] τὴν σάρκα καὶ βασανίζουσιν (βρέφη) Plu.2.529c, frec. en v. pas. διὰ πλήθους κνωδάλων ἐβασανίσθησαν [[LXX]] <i>Sap</i>.16.1, cf. 4, παῖς ... παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος <i>Eu.Matt</i>.8.6, cf. I.<i>AI</i> 9.101, Aesop.47.1, Luc.<i>Sol</i>.6, οὐχ ἡδὺ θηρίοις βεβασανισμένοις ... ἐπιτίθεσθαι Philostr.<i>VA</i> 1.38<br /><b class="num">•</b>[[torturar]], [[atormentar]] en sent. anímico μὴ βασανίσῃς σου τῇ ψυχῇ τὸ σῶμα Sext.<i>Sent</i>.411, χεῖρον με βασανίζεις ... ζῆν ἀναγκάζων Charito 4.3.9, ἔρις ... ἡ δυναμένη ὑμᾶς βασανίσαι Ign.<i>Eph</i>.8.1<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[torturarse]] del sabio estoico ἔλεγε ... ἀλγεῖν μὲν τὸν σοφόν, μὴ βασανίζεσθαι δέ Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.152.9; cf. adv. [[βεβασανισμένως]].<br /><b class="num">3</b> fig. c. suj. no de anim. [[torturar]], [[violentar]], [[forzar]] τὸ δὲ πλοῖον ... βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων <i>Eu.Matt</i>.14.24, ἐπὶ πλεῖον δ' ὁ ὀμφαλὸς βασανισθῇ <i>Placit</i>.5.18.5, ὡς ... (γῆ) μὴ βασανίζοντο ἄκουσα Philostr.<i>VA</i> 6.10, del estilo τὸ ἔπος ἐβασάνισεν Longin.10.6, cf. D.H.<i>Th</i>.55.
}}
}}
{{Abbott
{{Abbott