ἀπατεών: Difference between revisions

m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπᾰτεών:''' -ῶνος, ὁ, αυτός που εξαπατά, [[πλάνος]], [[πανούργος]], [[δόλιος]], [[αγύρτης]], σε Πλάτ., Ξεν.
|lsmtext='''ἀπᾰτεών:''' -ῶνος, ὁ, αυτός που εξαπατά, [[πλάνος]], [[πανούργος]], [[δόλιος]], [[αγύρτης]], σε Πλάτ., Ξεν.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἀπατεών]], ο, το αρχ. κ. ως επίθ., [[άπατεών]], ο, η)<br />αυτός που εξαπατά τους άλλους, [[δόλιος]] [[πανούργος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> ο [[απατηλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[απάτη]] <span style="color: red;">+</span> <b>(κατάλ.)</b> -<i>εών</i>, η οποία σε σπάνιες περιπτώσεις χρησιμοποιείται [[προς]] [[δήλωση]] του προσώπου, το οποίο έχει την [[ιδιότητα]] που φανερώνει η πρωτότυπη [[λέξη]] (πρβλ. [[λυμεών]], [[οργεών]])].
}}
}}
{{elru
{{elru