3,274,916
edits
m (Text replacement - "τοῑσι" to "τοῖσι") |
m (Text replacement - "ᾱσθαι" to "ᾶσθαι") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, και πίσου Ν, και [[οπίσω]] και επικ. τ. [[ὀπίσσω]] και αιολ. τ. [[ὐπίσσω]] Α<br />Α' (τοπ. επίρρ.) α) αντίθετα [[προς]] το [[σημείο]] που βλέπει [[κανείς]] ή [[προς]] το οποίο κατευθύνεται (α. «[[χίλιοι]] τον παν από [[μπροστά]] και δυο χιλιάδες [[πίσω]]», δημ. [[τραγούδι]])<br />β) (συν. σχετικά με [[κίνηση]]) [[προς]] το αρχικό [[σημείο]] εκκίνησης, [[προς]] την [[αφετηρία]] (α. «[[αφού]] περιπλανήθηκε για [[χρόνια]] γύρισε [[πάλι]] [[πίσω]]» β. «[[ὀπίσω]] [[πάλιν]] [[οἴκαδε]]», <b>Πίνδ.</b>)<br />Β' (ως καταχρ. [[πρόθεση]] με γεν.) χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλώσει [[ακολουθία]], [[συνοδεία]] ή [[καταδίωξη]] (α. «τρέχει διαρκώς [[πίσω]] του σαν [[σκυλάκι]]» β. «ὕπαγε [[ὀπίσω]] μου, σατανᾱ», ΚΔ)<br />Γ (τροπ. επίρρ.) [[πάλι]], [[ξανά]] (α. «δυο μοναστήρια χάλασα, τά [[ξαναχτίζω]] [[πίσω]]», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. | |mltxt=ΝΜΑ, και πίσου Ν, και [[οπίσω]] και επικ. τ. [[ὀπίσσω]] και αιολ. τ. [[ὐπίσσω]] Α<br />Α' (τοπ. επίρρ.) α) αντίθετα [[προς]] το [[σημείο]] που βλέπει [[κανείς]] ή [[προς]] το οποίο κατευθύνεται (α. «[[χίλιοι]] τον παν από [[μπροστά]] και δυο χιλιάδες [[πίσω]]», δημ. [[τραγούδι]])<br />β) (συν. σχετικά με [[κίνηση]]) [[προς]] το αρχικό [[σημείο]] εκκίνησης, [[προς]] την [[αφετηρία]] (α. «[[αφού]] περιπλανήθηκε για [[χρόνια]] γύρισε [[πάλι]] [[πίσω]]» β. «[[ὀπίσω]] [[πάλιν]] [[οἴκαδε]]», <b>Πίνδ.</b>)<br />Β' (ως καταχρ. [[πρόθεση]] με γεν.) χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλώσει [[ακολουθία]], [[συνοδεία]] ή [[καταδίωξη]] (α. «τρέχει διαρκώς [[πίσω]] του σαν [[σκυλάκι]]» β. «ὕπαγε [[ὀπίσω]] μου, σατανᾱ», ΚΔ)<br />Γ (τροπ. επίρρ.) [[πάλι]], [[ξανά]] (α. «δυο μοναστήρια χάλασα, τά [[ξαναχτίζω]] [[πίσω]]», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «ἀνακτᾶσθαι [[ὀπίσω]] τὴν [[τυραννίδα]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br />Δ' (με αρθρ. ως επίθ.)<br /><b>1.</b> <i>ο</i>, <i>η</i>, το [[πίσω]] ή <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, τὸ [[ὀπίσω]]<br />α) (με τοπ. σημ.) [[οπίσθιος]] (α. «η [[πίσω]] πόρτα» β. «τὴν [[ὀπίσω]] τοῦ προπύλου στέγην», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> (με αρθρ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα [[πίσω]] ή τὰ [[ὀπίσω]]<br />τα [[νώτα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />Α' (τοπ. επίρρ.)<br /><b>1.</b> στο αντίθετο [[μέρος]] της ὁψης ή της [[θεατής]] πλευράς ενός αντικειμένου, [[πέρα]], [[αντίπερα]] («το [[σπίτι]] μου [[είναι]] [[πίσω]] από τον λόφο»)<br /><b>2.</b> χρησιμοποιείται α) προκειμένου να δηλώσει [[αργοπορία]] ή [[καθυστέρηση]] («όποτε περπατάμε [[μαζί]] μένει [[πάντα]] [[πίσω]]»)<br />β) στάσιμη [[κατάσταση]], [[στασιμότητα]] («έχει μείνει λίγο [[πίσω]] στα [[μαθηματικά]]»)<br />γ) [[άγνοια]] ή [[απουσία]] κάποιου («[[ένας]] [[θεός]] ξέρει τί του σούρνει [[πίσω]] του»)<br />Β' (χρον. επίρρ.)<br /><b>1.</b> δηλώνει προγενέστερο [[χρονικό]] [[διάστημα]], [[προηγουμένως]], [[κατά]] το [[παρελθόν]] («με αυτά που μού είπες μέ πήγες [[χρόνια]] [[πίσω]]»)<br /><b>2.</b> χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλώσει [[επιβράδυνση]] ή [[καθυστέρηση]] («το [[ρολόι]] [[πάει]] [[πίσω]] [[δέκα]] λεπτά»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> δηλώνει επάνοδο σε προηγούμενη [[κατάσταση]] («ύστερα από μια περίοδο οικονομικής ανάκαμψης [[πίσω]] [[πάλι]]»)<br />Γ' <b>επιφών.</b> χρησιμοποιείται για να δηλώσει [[επιθυμία]] ή [[προσταγή]] («[[πίσω]], και σας έφαγα»!)<br />Δ' (με άρθρ. αρσ. ονομ. πληθ. ως επίθ.) οι [[πίσω]] (<i>μας</i>)<br />(με χρον. σημ.) οι πρόγονοί μας ή οι απόγονοί μας<br />Ε' <b>φρ.</b> α) «[[πίσω]] από την [[πλάτη]] μου» — χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλώσει ότι [[κάποιος]] μιλάει για μένα [[χωρίς]] να το [[ξέρω]] [[αλλά]] και με σκοπό να μέ διαβάλει ή ενεργεί εις [[βάρος]] μου<br />β) «[[πίσω]] από τις πλάτες μας» — [[κοντά]] μας [[αλλά]] [[χωρίς]] να το αντιλαμβανόμαστε<br />γ) «[[μπρος]] [[πίσω]]» — [[πάνω]] [[κάτω]], [[περίπου]]<br />δ) «[[πίσω]] [[μπρος]]» — από την [[αρχή]]<br />ε) «[[πέντε]] [[μπρος]] και [[δέκα]] [[πίσω]]» — χρησιμοποιείται σχετικά με αδαή χορευτή<br />στ) «[[πίσω]] μου σ' έχω σατανά» — χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλώσει την [[αγανάκτηση]] που προκαλεί [[άτομο]] προκλητικό και ενοχλητικό<br />ζ) «[[δίνω]] ή [[φέρνω]] [[κάτι]] [[πίσω]]» — [[επιστρέφω]] [[κάτι]]<br />η) «[[παίρνω]] [[κάτι]] [[πίσω]]»<br />i) [[ξαναπαίρνω]] [[κάτι]]<br />ii) [[ανακαλώ]]<br />θ) «από [[πίσω]]» — από τα οπίσθια<br />ι) «το κάνει από [[πίσω]]» — συνουσιάζεται [[παρά]] φύσιν<br />ια) «[[κάνω]] [[πίσω]]»<br />i) [[οπισθοχωρώ]]<br />ii) <b>μτφ.</b> [[παραιτούμαι]] από μια [[προσπάθεια]]<br />ΣΤ <b>παροιμ.</b> α) «να [[πάει]] [[πίσω]] ντρέπεται, να [[πάει]] [[μπρος]] φοβάται» και «[[μπρος]] βαθύ [ή [[γκρεμός]]] και [[πίσω]] [[ρέμα]]» — χρησιμοποιείται για να δηλώσει [[δίλημμα]] ή αδιέξοδο<br />β) «[[πίσω]] έχει η [[αχλάδα]] την [[ουρά]]» — χρησιμοποιείται ως [[προειδοποίηση]] προκειμένου να δηλώσει ότι οι αρνητικές ή δυσάρεστες συνέπειες μιας πράξης θα φανούν στο [[μέλλον]]<br />γ) «οι τιμητάδες [[είναι]] από [[πίσω]] μας» — λέγεται για να δηλώσει ότι τα σφάλματα μας τά αντιλαμβάνονται οι άλλοι και γι' αυτό δεν [[πρέπει]] να βαυκαλιζόμαστε με την [[ελπίδα]] ότι περνούν απαρατήρητα<br />δ) «[[μπρος]] [[φίλος]] και [[πίσω]] [[σκύλος]]» — λέγεται για εχθρούς που υποκρίνονται τους φίλους<br />ε) «[[πίσω]] να τ' αρμέξουμε» — λέγεται για να δηλώσει τη [[δυσαρέσκεια]] που προκαλεί η επίμονη και αναιτιολόγητη [[επανάληψη]] τών ίδιων λόγων ή έργων<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(χρον. επίρρ.) στο [[μέλλον]], στο [[εξής]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[πρόσσω]], που δηλώνει το [[παρελθόν]], και [[προς]] τα <i>νῡν</i>, [[προπάροιθε]] και [[ἐνθάδε]], που δηλώνουν το [[παρόν]] ή το [[παρελθόν]] («σεῑο... [[οὔτις]] ἀνὴρ [[προπάροιθε]] [ἦν] μακάρτατος, οὔτ' ἄρ [[ὀπίσσω]] [[ἔσσεται]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ἐν τοῖσι [[ὀπίσω]] λόγοις σημανέω»<br />(στον <b>Ηρόδ.</b>) στα επόμενα βιβλία<br />β) «ἐκ τοῦ [[ὀπίσω]]»<br />(σχετικά με πάπυρο) στο [[πίσω]] [[μέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[πίσω]] <span style="color: red;"><</span> [[ὀπίσω]] με σίγηση του άτονου αρκτικού -<i>ο</i>-, [[επειδή]] ταυτίστηκε με το [[άρθρο]] <i>ο</i>. Για τον τ. [[ὀπίσω]] <b>βλ. λ.</b> <i>όπισθεν</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |