3,273,735
edits
mNo edit summary |
|||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext=[[πενθέω]]: Ἐπικ. γ΄ δυϊκ. [[πενθείετον]] Ἰλ. Ψ. 283· Ἐπικ. ἀπαρ. [[πενθήμεναι]] Ὀδ. Σ. 174, Τ. 120, πρβλ. [[καλήμεναι]], ποθήμεναι, φιλήμεναι ἐκ τοῦ [[καλέω]], κτλ.· - μέλλ. -ήσω Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 190· ἀόρ. ἐπένθησα Εὐρ., Αἰσχίν.· πρκμ. πεπένθηκα Λουκ. Δημώνακτ. [[βίος]] 25, (συμ-) Δημ. 1399. 26. ([[πένθος]]). Ὀδύρομαι, [[ὀλοφύρομαι]], θρηνῶ, [[κλαίω]], [[κυρίως]] νεκρόν, νέκυν πενθῆσαι Ἰλ. Τ. 225· πενθεῖν τινα ὡς τεθνεῶτα Ἡρόδ. 4. 95· π. ἄνδρα γόοις Αἰσχύλ. Πέρσ. 545· π. τινα [[δημοσίᾳ]] Λυσ. 196. 43· π. τινα τριχὶ (πρβλ. κουρὰ) Αἰσχύλ. Χο. 173· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τινι π. καὶ κείρεσθαι Αἰσχίν. 84. 14· - ἀπολ., πενθῶ, ἔχω [[πένθος]], Πλάτ. Φαῖδρ. 258Β· μετὰ συστοίχ. αἰτ. πενθεῖ νέον οἶκτον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 63. - Παθ., εἶμαι ἀντικείμενον πένθους, μὲ θρηνοῦσι, Ἰσοκρ. 213C. 2) ἐπὶ πραγμάτων, κακὰ Σοφ. Ο. Τ. 1320, Λυσ. 190. 29· πήματα Σοφ. Ο. Κ. 739· τύχας Εὐρ. Μήδ. 268. | |lstext=[[πενθέω]]: Ἐπικ. γ΄ δυϊκ. [[πενθείετον]] Ἰλ. Ψ. 283· Ἐπικ. ἀπαρ. [[πενθήμεναι]] Ὀδ. Σ. 174, Τ. 120, πρβλ. [[καλήμεναι]], ποθήμεναι, φιλήμεναι ἐκ τοῦ [[καλέω]], κτλ.· - μέλλ. -ήσω Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 190· ἀόρ. ἐπένθησα Εὐρ., Αἰσχίν.· πρκμ. πεπένθηκα Λουκ. Δημώνακτ. [[βίος]] 25, (συμ-) Δημ. 1399. 26. ([[πένθος]]). Ὀδύρομαι, [[ὀλοφύρομαι]], θρηνῶ, [[κλαίω]], [[κυρίως]] νεκρόν, νέκυν πενθῆσαι Ἰλ. Τ. 225· πενθεῖν τινα ὡς τεθνεῶτα Ἡρόδ. 4. 95· π. ἄνδρα γόοις Αἰσχύλ. Πέρσ. 545· π. τινα [[δημοσίᾳ]] Λυσ. 196. 43· π. τινα τριχὶ (πρβλ. κουρὰ) Αἰσχύλ. Χο. 173· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τινι π. καὶ κείρεσθαι Αἰσχίν. 84. 14· - ἀπολ., πενθῶ, ἔχω [[πένθος]], Πλάτ. Φαῖδρ. 258Β· μετὰ συστοίχ. αἰτ. πενθεῖ νέον οἶκτον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 63. - Παθ., εἶμαι ἀντικείμενον πένθους, μὲ θρηνοῦσι, Ἰσοκρ. 213C. 2) ἐπὶ πραγμάτων, κακὰ Σοφ. Ο. Τ. 1320, Λυσ. 190. 29· πήματα Σοφ. Ο. Κ. 739· τύχας Εὐρ. Μήδ. 268. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[πενθῶ]], [[πενθέω]], ΝΜΑ [[πένθος]]<br /><b>1.</b> κατέχομαι από [[βαθιά]] ψυχική [[οδύνη]] και [[θρηνώ]] για μια [[μεγάλη]] [[συμφορά]] και, [[κυρίως]], για τον θάνατο προσφιλούς προσώπου («νέκυν πενθῆσαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω [[πένθος]], [[είμαι]] σε [[πένθος]]<br /><b>3.</b> [[φέρω]] τα εξωτερικά σημάδια του πένθους τηρώντας το [[τυπικό]], δηλ. τα μαύρα ρούχα ή τη μαύρη [[ταινία]] στον βραχίονα, [[πενθηφορώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>[[πενθοῦμαι]]</i>, [[πενθέομαι]]<br />[[είμαι]] [[αντικείμενο]] πένθους, μέ θρηνούν. | |||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |