χρηστός: Difference between revisions

m
Text replacement - "οικεῑ" to "οικεῖ"
m (Text replacement - "χεῑρα" to "χεῖρα")
m (Text replacement - "οικεῑ" to "οικεῖ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[χρηστός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. [[χρειστός]], -ή, -όν, Α<br />αυτός που [[είναι]] [[σύμφωνος]] με τους κανόνες του ορθού και του πρέποντος, [[ενάρετος]], [[ηθικός]], [[τίμιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «χρηστά ήθη»<br /><b>(νομ.)</b> το [[σύνολο]] τών βάσει του νόμου αξιόλογων θεμιτών τρόπων συμπεριφοράς του μέσου κοινωνικού ανθρώπου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]]<br /><b>2.</b> (για τρόφιμα) α) [[υγιεινός]]<br />β) [[ευχάριστος]] στη [[γεύση]], [[εύγευστος]]<br /><b>3.</b> (για θύματα και οιωνούς) αυτός που προμηνύει [[ευτυχία]], [[αίσιος]]<br /><b>4.</b> αυτός που φέρει [[αποτέλεσμα]], [[είτε]] θετικό [[είτε]] αρνητικό («ὡς φιλήσω... δήγματι χρηστῷ χωλὴν αὐτῷ ἐποίησα τὴν χεῖρα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> [[ιαματικός]]<br /><b>6.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) ([[κυρίως]] σχετικά με πολεμική [[δραστηριότητα]]) [[ανδρείος]], [[γενναίος]]<br />β) [[επωφελής]] για την [[πατρίδα]] του<br />γ) [[πράος]], [[ήπιος]]<br />δ) [[ευγενικός]]<br />ε) (με αρνητική σημ.) [[ευήθης]], [[ανόητος]]<br />στ) (κατ' ευφημ.) [[νεκρός]]<br /><b>7.</b> (για θεό) [[φιλεύσπλαγχνος]], [[ελεήμων]]<br /><b>8.</b> (για άνδρα) [[ικανός]] για ερωτική [[συνεύρεση]]<br /><b>9.</b> <b>γραμμ.</b> αυτός που χρησιμοποιείται<br /><b>10.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ χρηστοί</i><br />α) αυτοί που έχουν ευγενική [[καταγωγή]], ευπατρίδες<br />β) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «καταδεδικασμένοι»<br /><b>11.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ χρηστά</i><br />α) ευχάριστο [[τέλος]], [[ευτυχής]] [[έκβαση]]<br />β) <b>συνεκδ.</b> [[ευτυχία]]<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «λῡπαι χρησταί» — [[λυπηρά]] γεγονότα που έχουν θετικό [[αποτέλεσμα]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «ποιεῖν χρηστόν» — [[φονεύω]] (<b>Αριστοτ.</b>)<br />γ) «ἡ χρηστὴ [[μέλιττα]]» — η εργάτρια, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον κηφήνα (<b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χρηστώς]] / <i>χρηστῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>χρηστά</i> Ν<br />με χρηστό τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br />όπως [[πρέπει]], με [[ορθό]] τρόπο («καὶ διοικεῑ τὰ [[πάντα]] χρηστῶς», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του ρ. <i>χρή</i> «[[πρέπει]], χρειάζεται, [[είναι]] [[ανάγκη]]», με κατάλ. -<i>τός</i> τών ρηματ. επιθ., και εμφανίζει δυσερμήνευτο -<i>σ</i>-. Η αρχική σημ. της λ. «αυτός που μπορεί να χρησιμοποιηθεί» εξελίχθηκε στη σημ. «[[άριστος]], [[γενναίος]]», ενώ για τη σημ. «[[σκοτώνω]]» <b>βλ. λ.</b> <i>χρή</i>].
|mltxt=-ή, -ό / [[χρηστός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. [[χρειστός]], -ή, -όν, Α<br />αυτός που [[είναι]] [[σύμφωνος]] με τους κανόνες του ορθού και του πρέποντος, [[ενάρετος]], [[ηθικός]], [[τίμιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «χρηστά ήθη»<br /><b>(νομ.)</b> το [[σύνολο]] τών βάσει του νόμου αξιόλογων θεμιτών τρόπων συμπεριφοράς του μέσου κοινωνικού ανθρώπου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]]<br /><b>2.</b> (για τρόφιμα) α) [[υγιεινός]]<br />β) [[ευχάριστος]] στη [[γεύση]], [[εύγευστος]]<br /><b>3.</b> (για θύματα και οιωνούς) αυτός που προμηνύει [[ευτυχία]], [[αίσιος]]<br /><b>4.</b> αυτός που φέρει [[αποτέλεσμα]], [[είτε]] θετικό [[είτε]] αρνητικό («ὡς φιλήσω... δήγματι χρηστῷ χωλὴν αὐτῷ ἐποίησα τὴν χεῖρα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> [[ιαματικός]]<br /><b>6.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) ([[κυρίως]] σχετικά με πολεμική [[δραστηριότητα]]) [[ανδρείος]], [[γενναίος]]<br />β) [[επωφελής]] για την [[πατρίδα]] του<br />γ) [[πράος]], [[ήπιος]]<br />δ) [[ευγενικός]]<br />ε) (με αρνητική σημ.) [[ευήθης]], [[ανόητος]]<br />στ) (κατ' ευφημ.) [[νεκρός]]<br /><b>7.</b> (για θεό) [[φιλεύσπλαγχνος]], [[ελεήμων]]<br /><b>8.</b> (για άνδρα) [[ικανός]] για ερωτική [[συνεύρεση]]<br /><b>9.</b> <b>γραμμ.</b> αυτός που χρησιμοποιείται<br /><b>10.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ χρηστοί</i><br />α) αυτοί που έχουν ευγενική [[καταγωγή]], ευπατρίδες<br />β) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «καταδεδικασμένοι»<br /><b>11.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ χρηστά</i><br />α) ευχάριστο [[τέλος]], [[ευτυχής]] [[έκβαση]]<br />β) <b>συνεκδ.</b> [[ευτυχία]]<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «λῡπαι χρησταί» — [[λυπηρά]] γεγονότα που έχουν θετικό [[αποτέλεσμα]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «ποιεῖν χρηστόν» — [[φονεύω]] (<b>Αριστοτ.</b>)<br />γ) «ἡ χρηστὴ [[μέλιττα]]» — η εργάτρια, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον κηφήνα (<b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χρηστώς]] / <i>χρηστῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>χρηστά</i> Ν<br />με χρηστό τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br />όπως [[πρέπει]], με [[ορθό]] τρόπο («καὶ διοικεῖ τὰ [[πάντα]] χρηστῶς», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του ρ. <i>χρή</i> «[[πρέπει]], χρειάζεται, [[είναι]] [[ανάγκη]]», με κατάλ. -<i>τός</i> τών ρηματ. επιθ., και εμφανίζει δυσερμήνευτο -<i>σ</i>-. Η αρχική σημ. της λ. «αυτός που μπορεί να χρησιμοποιηθεί» εξελίχθηκε στη σημ. «[[άριστος]], [[γενναίος]]», ενώ για τη σημ. «[[σκοτώνω]]» <b>βλ. λ.</b> <i>χρή</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm