παροικέω: Difference between revisions

m
no edit summary
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")
mNo edit summary
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παροικέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[διαμένω]] [[πλησίον]], με αιτ., [[παροικέω]] τὴν Ἀσίαν, [[κατοικώ]] κατά [[μήκος]] της ακτής της Ασίας, σε Ισοκρ.· με δοτ., [[μένω]] κοντά, σε Θουκ.· [[διαμένω]] [[ανάμεσα]], [[τισίν]], στον ίδ.· λέγεται για [[τόπο]], βρίσκομαι κοντά, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> ([[πάροικος]] II), ζω σ' ένα [[μέρος]], [[διαμένω]] για λίγο, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''παροικέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[διαμένω]] [[πλησίον]], με αιτ., [[παροικέω]] τὴν Ἀσίαν, [[κατοικώ]] κατά [[μήκος]] της ακτής της Ασίας, σε Ισοκρ.· με δοτ., [[μένω]] κοντά, σε Θουκ.· [[διαμένω]] [[ανάμεσα]], [[τισίν]], στον ίδ.· λέγεται για [[τόπο]], βρίσκομαι κοντά, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> ([[πάροικος]] II), ζω σ' ένα [[μέρος]], [[διαμένω]] για λίγο, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{grml
|mltxt=[[παροικῶ]], [[παροικέω]], Ν ΜΑ [[οικώ]]<br />[[κατοικώ]], [[διαμένω]] μόνιμα ως [[πάροικος]] σε [[ξένη]] [[χώρα]] [[χωρίς]] [[πολιτικά]] δικαιώματα, [[είμαι]] [[πάροικος]] («οὐ μόνον τοῖς πολίταις ἐξιέναι [[πανδημεί]] προσέταξαν, ἀλλὰ καὶ τοῖς παροικοῦσι ξένοις», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατοικώ]], [[διαμένω]] [[κάπου]] («σὺ μόνον παροικεῖς ἐν [[Ἱερουσαλήμ]]», ΚΔ)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ζω, βρίσκομαι στη ζωή («τὸν ἀνθρώπινον βίον παρῳκηκότες», Φιλόδ.)<br /><b>3.</b> (για [[τόπο]]) [[κείμαι]], βρίσκομαι [[κοντά]]<br /><b>4.</b> [[κατοικώ]] [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («ταῖς πυραμίσι παροικεῖν», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[κατοικώ]] [[μεταξύ]], [[ανάμεσα]] («φοβούμενοι μὴ σφίσι [[μεγάλη]] [[ἰσχύς]] παροικῶσιν... ἐπολέμουν ἀνθρώποις νεοκαταστάτοις», <b>Θουκ.</b>).
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παρ-οικέω dicht bij... wonen, met dat.: πόλει π. bij een stad wonen Thuc. 1.71.2. langs... wonen, met acc.: τὴν Ἀσίαν παροικοῦσιν zij wonen langs (de kust van) Azië Isocr. 4.162. als vreemdeling wonen:. σὺ μόνος παροικεῖς Ἰερουσαλήμ; ben jij de enige vreemdeling in Jeruzalem? NT Luc. 24.18.
|elnltext=παρ-οικέω dicht bij... wonen, met dat.: πόλει π. bij een stad wonen Thuc. 1.71.2. langs... wonen, met acc.: τὴν Ἀσίαν παροικοῦσιν zij wonen langs (de kust van) Azië Isocr. 4.162. als vreemdeling wonen:. σὺ μόνος παροικεῖς Ἰερουσαλήμ; ben jij de enige vreemdeling in Jeruzalem? NT Luc. 24.18.
}}
}}
{{elru
{{elru