κατοικώ: Difference between revisions

m
no edit summary
m (Text replacement - "οικεῑ" to "οικεῖ")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ κατοικῶ, -έω) [[κάτοικος]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[κάτοικος]] ενός τόπου, [[διαμένω]], [[οικώ]] (α. «κατοικεί μονίμως στην Αυστραλία» β. «γνωστὸν ἐγένετο πᾱσι τοῖς κατοικοῦσιν [[Ἱερουσαλήμ]]», ΚΔ<br />γ. «ἁνήρ κατοικεῖ τούσδε τοὺς τόπους», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαμένω]] σε μια [[οικία]], [[είμαι]] [[ένοικος]], έχω το [[σπίτι]] μου (α. «κατοικούν στον δεύτερο όροφο» β. «ἐν σκηναῑς κατοικήσας», ΚΔ)<br /><b>3.</b> βρίσκομαι [[κάπου]], [[υπάρχω]] [[κάπου]] (α. «σ' ανθρώπους χαμηλούς χάρες δεν κατοικούσι», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «τὰς πόλεις τὰς τὴν Ἀσίαν κατοικούσας», Ισοκρ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εγκαθιστώ]], [[βάζω]] κάποιον να κατοικήσει<br /><b>2.</b> [[ανήκω]]<br /><b>3.</b> [[στρατοπεδεύω]]<br /><b>4.</b> (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) <i>κατοικούμενος</i>, -<i>ένη</i>, -<i>ον</i><br />[[κάτοικος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «κατοικῶ ἐν σκότει» — κρύβομαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> εγκαθίσταμαι σε κάποιο [[τόπο]], [[καταλαμβάνω]] [[τόπο]] για να κατοικήσω<br /><b>2.</b> [[ιδρύω]] [[αποικία]], [[αποικίζω]] («[[ἔνθα]] [[μετὰ]] Σαμίων ἔσχε τε καὶ κατοίκησε πόλιν Ζάγκλην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[διοικώ]], [[διευθύνω]], [[κυβερνώ]].
|mltxt=(ΑΜ [[κατοικῶ]], [[κατοικέω]]) [[κάτοικος]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[κάτοικος]] ενός τόπου, [[διαμένω]], [[οικώ]] (α. «κατοικεί μονίμως στην Αυστραλία» β. «γνωστὸν ἐγένετο πᾱσι τοῖς κατοικοῦσιν [[Ἱερουσαλήμ]]», ΚΔ<br />γ. «ἁνήρ κατοικεῖ τούσδε τοὺς τόπους», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαμένω]] σε μια [[οικία]], [[είμαι]] [[ένοικος]], έχω το [[σπίτι]] μου (α. «κατοικούν στον δεύτερο όροφο» β. «ἐν σκηναῑς κατοικήσας», ΚΔ)<br /><b>3.</b> βρίσκομαι [[κάπου]], [[υπάρχω]] [[κάπου]] (α. «σ' ανθρώπους χαμηλούς χάρες δεν κατοικούσι», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «τὰς πόλεις τὰς τὴν Ἀσίαν κατοικούσας», Ισοκρ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εγκαθιστώ]], [[βάζω]] κάποιον να κατοικήσει<br /><b>2.</b> [[ανήκω]]<br /><b>3.</b> [[στρατοπεδεύω]]<br /><b>4.</b> (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) <i>κατοικούμενος</i>, -<i>ένη</i>, -<i>ον</i><br />[[κάτοικος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «κατοικῶ ἐν σκότει» — κρύβομαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> εγκαθίσταμαι σε κάποιο [[τόπο]], [[καταλαμβάνω]] [[τόπο]] για να κατοικήσω<br /><b>2.</b> [[ιδρύω]] [[αποικία]], [[αποικίζω]] («[[ἔνθα]] [[μετὰ]] Σαμίων ἔσχε τε καὶ κατοίκησε πόλιν Ζάγκλην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[διοικώ]], [[διευθύνω]], [[κυβερνώ]].
}}
}}