κοτύλη: Difference between revisions

m
no edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
mNo edit summary
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kotyli
|Transliteration C=kotyli
|Beta Code=kotu/lh
|Beta Code=kotu/lh
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[anything]] [[hollow]] (πᾶν τὸ κοῖλον κοτύλην ἐκάλουν οἱ παλαιοί Apollod. ap. Ath.11.479a, cf. Sch.Il.22.494).<br><span class="bld">1</span> [[small]] [[vessel]], [[cup]], Il.22.494, Od.15.312, 17.12, Ar.Fr. 350, cf. Ath.11.478d: [[proverb|prov.]], πολλὰ μεταξὺ πέλει κοτύλης καὶ χείλεος ἄκρου = there's many a [[slip]] ’twixt the kotulē and the [[lip]], ib.e, Zen.5.71.<br><span class="bld">b</span> metaph., = [[κοτύλων]], D.H.19.5.<br><span class="bld">2</span> [[cup]] or [[socket]] of a [[joint]], especially of the hip-joint, κατ' ἰσχίον, ἔνθα τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται, κοτύλην δέ τέ μιν καλέουσι Il.5.306sq., cf. Hp.Loc. Hom.6, Gal.18(2).519; also, [[socket]] of the [[arm]], Hp.Art.7.<br><span class="bld">3</span> [[cotyle]], [[cotyla]], [[liquid]] [[measure]], containing 6 [[κύαθος|κύαθοι]] or a ''1''/2 [[ξέστης]], i.e. nearly a ''1''/2 [[pint]], Hdt.6.57, Th.4.16, 7.87, Ar.Pl.436; κοτύλη Ἀττική, κοτύλη Αἰγινητική, Hp.Epid. 7.3, Nat.Mul.33.<br><span class="bld">b</span> [[dry]] [[measure]], ἀλφίτων… τρεῖς χοίνικας κοτύλης δεούσας Ar.Fr.465; ἀλφίτων κ. μίαν Alex.221.17; prob. also a smaller [[measure]], perhaps = [[τρύβλιον]], [[ὀξύβαφον]], Hp.Mul.1.6.<br><span class="bld">4</span> [[hollow]] of the [[hand]], Apollod. l. c., Poll.9.122, Eust.550.5; cf. [[ἐγκοτύλη]].<br><span class="bld">5</span> = [[κοτυληδών]] ''1'', Luc.DMar.4.3.<br><span class="bld">6</span> in plural, [[cymbal]]s, χαλκόδετοι κ. A.Fr.57.6 (anap.).
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[anything]] [[hollow]] (πᾶν τὸ κοῖλον κοτύλην ἐκάλουν οἱ παλαιοί Apollod. ap. Ath.11.479a, cf. Sch.Il.22.494).<br><span class="bld">1</span> [[small]] [[vessel]], [[cup]], Il.22.494, Od.15.312, 17.12, Ar.Fr. 350, cf. Ath.11.478d: [[proverb|prov.]], πολλὰ μεταξὺ πέλει κοτύλης καὶ χείλεος ἄκρου = there's many a [[slip]]’twixt the kotulē and the [[lip]], ib.e, Zen.5.71.<br><span class="bld">b</span> metaph., = [[κοτύλων]], D.H.19.5.<br><span class="bld">2</span> [[cup]] or [[socket]] of a [[joint]], especially of the hip-joint, κατ' ἰσχίον, ἔνθα τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται, κοτύλην δέ τέ μιν καλέουσι Il.5.306sq., cf. Hp.Loc. Hom.6, Gal.18(2).519; also, [[socket]] of the [[arm]], Hp.Art.7.<br><span class="bld">3</span> [[cotyle]], [[cotyla]], [[liquid]] [[measure]], containing 6 [[κύαθος|κύαθοι]] or a ''1''/2 [[ξέστης]], i.e. nearly a ''1''/2 [[pint]], [[Herodotus|Hdt.]]6.57, Th.4.16, 7.87, Ar.Pl.436; κοτύλη Ἀττική, κοτύλη Αἰγινητική, Hp.Epid. 7.3, Nat.Mul.33.<br><span class="bld">b</span> [[dry]] [[measure]], ἀλφίτων… τρεῖς χοίνικας κοτύλης δεούσας Ar.Fr.465; ἀλφίτων κ. μίαν Alex.221.17; prob. also a smaller [[measure]], perhaps = [[τρύβλιον]], [[ὀξύβαφον]], Hp.Mul.1.6.<br><span class="bld">4</span> [[hollow]] of the [[hand]], Apollod. l. c., Poll.9.122, Eust.550.5; cf. [[ἐγκοτύλη]].<br><span class="bld">5</span> = [[κοτυληδών]] ''1'', Luc.DMar.4.3.<br><span class="bld">6</span> in plural, [[cymbal]]s, χαλκόδετοι κ. A.Fr.57.6 (anap.).
}}
}}
[[File:Bowl maenad BM GR1898.11-21.2.jpg|thumb|200px|right|Cotyla]]
[[File:Bowl maenad BM GR1898.11-21.2.jpg|thumb|200px|right|Cotyla]]
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> [[petit vase]], [[tasse]], [[écuelle]];<br /><b>2</b> cotyle, <i>mesure de ½ [[ξέστης]] (environ ¼ de litre) pour les liquides, qqf pour les matières sèches</i>;<br /><b>3</b> [[cavité où s'emboîte la tête d'un os]];<br /><b>4</b> [[articulation creuse des pieds du polype]].<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
}}
{{elnl
|elnltext=κοτύλη -ης, ἡ [~ κοττίς?] [[beker]], kom; als inhoudsmaat, ruim een kwart liter:. τὸν ψυκτῆρα... πλέον ἢ ὀκτὼ κοτύλας χωροῦντα het koelvat dat meer dan acht bekers kon bevatten Plat. Smp. 214a. kom (van een gewricht, m. n. van de heup). zuignap (aan tentakels van een octopus).
}}
{{elru
|elrutext='''κοτύλη:''' (ῠ) ἡ<br /><b class="num">1</b> [[чашка]] Arph. etc.: δοῦναί τινι [[πύρνον]] καὶ κοτύλην Hom. дать кому-л. хлеб и чашку, т. е. накормить и напоить кого-л.;<br /><b class="num">2</b> [[котила]] (мера жидкостей и сыпучих тел = 0.274 л Arph., Plat. etc.);<br /><b class="num">3</b> анат. [[вертлужная впадина]] ([[ἔνθα]] τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται, κοτύλην δέ τέ μιν καλέουσιν Hom.);<br /><b class="num">4</b> pl. муз. [[кимвалы]], [[тарелки]] (χαλκόδετοι κοτύλαι Aesch.);<br /><b class="num">5</b> [[присоска]] (в щупальце осьминога) (ἁρμόσαι τὰς κοτύλας Luc.).
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κοτύλη''': ῠ, ἡ, πᾶν κοῖλον (πᾶν κοῖλον κοτύλην ἐκάλουν οἱ παλαιοί Ἀπολλ. παρ’ Ἀθην. 479Α, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Χ. 494, Εὐστ. 1282. 42). Ι. μικρὸν [[ἀγγεῖον]], [[ποτήριον]], Ἰλ. Χ. 494, Ὀδ. Ο. 312, Ρ. 12· ― μεταφορ., = [[κοτύλων]], Διον. Ἁλ. Ἐκλογ. σ. 2340 Reisk. 2) τὸ [[κοίλωμα]] ἀρθρώσεως ὀστῶν, ἰδίως τὸ τοῦ μηροῦ, Λατ. acetabulum, κατ’ [[ἰσχίον]], [[ἔνθα]] τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται, κοτύλην δέ τέ μιν καλέουσιν Ἰλ. Ε. 306 κἑξ., πρβλ. Ἱππ. 410. 54, Γαλην.· [[ὡσαύτως]], τὸ κοῖλον τῆς ἀρθρώσεως τοῦ βραχίονος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783· ― ἴδε κοτυληδὼν 3. 3) παρ’ Ἀττ., [[μέτρον]] ὑγρῶν περιλαμβάνον 6 κυάθους ἢ ½ ξέστου, σχεδὸν τὸ αὐτὸ καὶ ἡ [[ἡμίνα]], Ἱππ. 575. 11, Ἀριστοφ. Πλ. 436, Θουκ. 4. 16., 7. 87· ― [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει ὡς [[μέτρον]] ξηρῶν, ἀλφίτων... [[τρεῖς]] χοίνικας κοτύλης δεούσας Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 79· ἀλφίτων κ. μίαν Ἄλεξ. ἐν «Ταρ.» 1. 17· ἴδε [[μέδιμνος]]. 4) τὸ κοῖλον τῆς χειρὸς, κοῖλον τοῦ ποδός, Ἀθήν. ἔνθ’ ἀνωτ., Πολυδ. Θ΄, 122, Εὐστ. 550. 5· [[ἐντεῦθεν]] κοτυληδὼν Ι, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 9. 4, 3, πρβλ. [[ἐγκοτύλη]]. 5) παρ’ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55, χαλκόδετοι κοτύλαι, κύμβαλα.
|lstext='''κοτύλη''': ῠ, ἡ, πᾶν κοῖλον (πᾶν κοῖλον κοτύλην ἐκάλουν οἱ παλαιοί Ἀπολλ. παρ’ Ἀθην. 479Α, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Χ. 494, Εὐστ. 1282. 42). Ι. μικρὸν [[ἀγγεῖον]], [[ποτήριον]], Ἰλ. Χ. 494, Ὀδ. Ο. 312, Ρ. 12· ― μεταφορ., = [[κοτύλων]], Διον. Ἁλ. Ἐκλογ. σ. 2340 Reisk. 2) τὸ [[κοίλωμα]] ἀρθρώσεως ὀστῶν, ἰδίως τὸ τοῦ μηροῦ, Λατ. acetabulum, κατ’ [[ἰσχίον]], [[ἔνθα]] τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται, κοτύλην δέ τέ μιν καλέουσιν Ἰλ. Ε. 306 κἑξ., πρβλ. Ἱππ. 410. 54, Γαλην.· [[ὡσαύτως]], τὸ κοῖλον τῆς ἀρθρώσεως τοῦ βραχίονος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783· ― ἴδε κοτυληδὼν 3. 3) παρ’ Ἀττ., [[μέτρον]] ὑγρῶν περιλαμβάνον 6 κυάθους ἢ ½ ξέστου, σχεδὸν τὸ αὐτὸ καὶ ἡ [[ἡμίνα]], Ἱππ. 575. 11, Ἀριστοφ. Πλ. 436, Θουκ. 4. 16., 7. 87· ― [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει ὡς [[μέτρον]] ξηρῶν, ἀλφίτων... [[τρεῖς]] χοίνικας κοτύλης δεούσας Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 79· ἀλφίτων κ. μίαν Ἄλεξ. ἐν «Ταρ.» 1. 17· ἴδε [[μέδιμνος]]. 4) τὸ κοῖλον τῆς χειρὸς, κοῖλον τοῦ ποδός, Ἀθήν. ἔνθ’ ἀνωτ., Πολυδ. Θ΄, 122, Εὐστ. 550. 5· [[ἐντεῦθεν]] κοτυληδὼν Ι, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 9. 4, 3, πρβλ. [[ἐγκοτύλη]]. 5) παρ’ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55, χαλκόδετοι κοτύλαι, κύμβαλα.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> petit vase, tasse, écuelle;<br /><b>2</b> cotyle, <i>mesure de ½ [[ξέστης]] (environ ¼ de litre) pour les liquides, qqf pour les matières sèches</i>;<br /><b>3</b> cavité où s’emboîte la tête d’un os;<br /><b>4</b> articulation creuse des pieds du polype.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 21: Line 27:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑM [[κοτύλη]])<br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[κοίλο]] [[πράγμα]]<br /><b>2.</b> [[κοίλο]] μικρό [[αγγείο]], μικρό [[ποτήρι]], [[κύπελλο]]<br /><b>3.</b> [[κοιλότητα]]<br /><b>4.</b> αρθρική [[κοιλότητα]] οστού και [[ιδίως]] η [[ημισφαιροειδής]] [[κοιλότητα]] του λαγόνιου οστού που υποδέχεται την [[κεφαλή]] του μηριαίου οστού<br /><b>5.</b> καθένα από τα μυζητικά φυμάτια διαφόρων σπονδυλωτών και ασπόνδυλων ζώων με τα οποία αυτά προσκολλώνται σε διάφορα αντικείμενα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κοίλο]] διάτρητο [[τεμάχιο]] σιδήρου στο οποίο στρέφεται το [[άκρο]] ενός άξονα ή μιας στρόφιγγας<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> το πρώτο [[φύλλο]] ή τα [[πρώτα]] φύλλα του νεαρού φυταρίου που εμφανίζονται [[νωρίς]] [[κατά]] την [[ανάπτυξη]] του εμβρύου [[μέσα]] στο [[σπέρμα]] τών σπερματοφύτων, αλλ. [[κοτυληδόνα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] ποτηριού με δύο λαβές από τα χείλη [[προς]] τη [[βάση]]<br /><b>2.</b> [[μέτρο]] χωρητικότητας τών υγρών που περιλάμβανε έξι κυάθους ή ημίξεστο («δύο κοτύλας οίνου», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μέτρο]] χωρητικότητας τών σιτηρών —192 κοτύλες ισοδυναμούσαν με έναν μέδιμνο σιτηρών— και γενικώς στερεών υλών («άλφίτων κοτύλην μίαν», Άλεξ.)<br /><b>4.</b> το [[κοίλο]] του χεριού, η [[χούφτα]]<br /><b>5.</b> [[κοτύλων]]<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κοτύλαι</i><br />τα κύμβαλα<br /><b>7.</b> <b>παροιμ.</b> «πολλὰ μεταξὺ πέλει κοτύλης καὶ χείλεος ἄκρου» — [[ακόμη]] και την τελευταία [[στιγμή]] μπορεί να έλθει η [[καταστροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τις λ. [[κότταβος]], [[κοττίς]], [[οπότε]] ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>kot</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ket</i>- «[[δωμάτιο]], [[κοιλότητα]]» και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ύλη</i> ([[πρβλ]]. <i>κογχ</i>-<i>ύλη</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. συνδέεται με τσεχ. ρ. <i>kotlati</i> «[[γίνομαι]] [[κοίλος]]». Τέλος, κατ' άλλους, πρόκειται για δάνεια λ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κοτυληδών]], [[κοτυλιαίος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοτυλίδιον]], [[κοτυλίζω]], [[κοτύλιον]], [[κοτυλίς]], [[κοτυλίσκη]], [[κοτυλίσκιον]], [[κοτυλίσκος]], [[κοτυλώδης]], [[κοτύλων]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κοτυλαίος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κοτυλοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοτυλήρυτος]]. (Β’ συνθετικό) -[[κοτύλη]] και -[[κότυλος]]: [[δικότυλος]], [[μονοκότυλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγκοτύλη]], <i>γονοκοτύλη</i>, [[εγκοτύλη]], <i>εκκότυλος</i>, [[ημικοτύλη]], [[τρικότυλος]], [[ωμοκοτύλη]]].
|mltxt=η (ΑM [[κοτύλη]])<br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[κοίλο]] [[πράγμα]]<br /><b>2.</b> [[κοίλο]] μικρό [[αγγείο]], μικρό [[ποτήρι]], [[κύπελλο]]<br /><b>3.</b> [[κοιλότητα]]<br /><b>4.</b> αρθρική [[κοιλότητα]] οστού και [[ιδίως]] η [[ημισφαιροειδής]] [[κοιλότητα]] του λαγόνιου οστού που υποδέχεται την [[κεφαλή]] του μηριαίου οστού<br /><b>5.</b> καθένα από τα μυζητικά φυμάτια διαφόρων σπονδυλωτών και ασπόνδυλων ζώων με τα οποία αυτά προσκολλώνται σε διάφορα αντικείμενα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κοίλο]] διάτρητο [[τεμάχιο]] σιδήρου στο οποίο στρέφεται το [[άκρο]] ενός άξονα ή μιας στρόφιγγας<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> το πρώτο [[φύλλο]] ή τα [[πρώτα]] φύλλα του νεαρού φυταρίου που εμφανίζονται [[νωρίς]] [[κατά]] την [[ανάπτυξη]] του εμβρύου [[μέσα]] στο [[σπέρμα]] τών σπερματοφύτων, αλλ. [[κοτυληδόνα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] ποτηριού με δύο λαβές από τα χείλη [[προς]] τη [[βάση]]<br /><b>2.</b> [[μέτρο]] χωρητικότητας τών υγρών που περιλάμβανε έξι κυάθους ή ημίξεστο («δύο κοτύλας οίνου», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μέτρο]] χωρητικότητας τών σιτηρών —192 κοτύλες ισοδυναμούσαν με έναν μέδιμνο σιτηρών— και γενικώς στερεών υλών («άλφίτων κοτύλην μίαν», Άλεξ.)<br /><b>4.</b> το [[κοίλο]] του χεριού, η [[χούφτα]]<br /><b>5.</b> [[κοτύλων]]<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κοτύλαι</i><br />τα κύμβαλα<br /><b>7.</b> <b>παροιμ.</b> «πολλὰ μεταξὺ πέλει κοτύλης καὶ χείλεος ἄκρου» — [[ακόμη]] και την τελευταία [[στιγμή]] μπορεί να έλθει η [[καταστροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τις λ. [[κότταβος]], [[κοττίς]], [[οπότε]] ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>kot</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ket</i>- «[[δωμάτιο]], [[κοιλότητα]]» και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ύλη</i> ([[πρβλ]]. [[κογχύλη]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. συνδέεται με τσεχ. ρ. <i>kotlati</i> «[[γίνομαι]] [[κοίλος]]». Τέλος, κατ' άλλους, πρόκειται για δάνεια λ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κοτυληδών]], [[κοτυλιαίος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοτυλίδιον]], [[κοτυλίζω]], [[κοτύλιον]], [[κοτυλίς]], [[κοτυλίσκη]], [[κοτυλίσκιον]], [[κοτυλίσκος]], [[κοτυλώδης]], [[κοτύλων]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κοτυλαίος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κοτυλοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοτυλήρυτος]]. (Β’ συνθετικό) -[[κοτύλη]] και -[[κότυλος]]: [[δικότυλος]], [[μονοκότυλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγκοτύλη]], <i>γονοκοτύλη</i>, [[εγκοτύλη]], <i>εκκότυλος</i>, [[ημικοτύλη]], [[τρικότυλος]], [[ωμοκοτύλη]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κοτύλη:''' [ῠ], ἡ,<br /><b class="num">1.</b> κύπελο, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> το [[κοίλωμα]] αρθρώσεων των οστών, [[ιδίως]], λέγεται για τον μηρό, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> [[υγρό]] μέτρησης, που περιείχε έξι <i>κυάθους</i>, δηλ. [[περίπου]] το μισό των 586 γρ. (μιας πίντας), σε Αριστοφ., Θουκ.
|lsmtext='''κοτύλη:''' [ῠ], ἡ,<br /><b class="num">1.</b> κύπελο, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> το [[κοίλωμα]] αρθρώσεων των οστών, [[ιδίως]], λέγεται για τον μηρό, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> [[υγρό]] μέτρησης, που περιείχε έξι <i>κυάθους</i>, δηλ. [[περίπου]] το μισό των 586 γρ. (μιας πίντας), σε Αριστοφ., Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=κοτύλη -ης, ἡ [~ κοττίς?] beker, kom; als inhoudsmaat, ruim een kwart liter:. τὸν ψυκτῆρα... πλέον ἢ ὀκτὼ κοτύλας χωροῦντα het koelvat dat meer dan acht bekers kon bevatten Plat. Smp. 214a. kom (van een gewricht, m. n. van de heup). zuignap (aan tentakels van een octopus).
}}
{{elru
|elrutext='''κοτύλη:''' (ῠ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[чашка]] Arph. etc.: δοῦναί τινι [[πύρνον]] καὶ κοτύλην Hom. дать кому-л. хлеб и чашку, т. е. накормить и напоить кого-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[котила]] (мера жидкостей и сыпучих тел = 0.274 л Arph., Plat. etc.);<br /><b class="num">3)</b> анат. вертлужная впадина ([[ἔνθα]] τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται, κοτύλην δέ τέ μιν καλέουσιν Hom.);<br /><b class="num">4)</b> pl. муз. кимвалы, тарелки (χαλκόδετοι κοτύλαι Aesch.);<br /><b class="num">5)</b> [[присоска]] (в щупальце осьминога) (ἁρμόσαι τὰς κοτύλας Luc.).
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[bowl]], [[dish]], [[small cup]] (Il.; on the meaning Brommer Herm. 77, 358 a. 366), also as measure for liquid and dry = 6 [[κύαθοι]] or = ½ [[ξέστης]] (IA.), metaph. <b class="b2">socket, especially of the hip-joint</b> (Il., Hp.), [[cymbals]] (pl., A.); (Hom. Epigr., com.).<br />Other forms: also [[κότυλος]] m. <b class="b2">id.</b><br />Compounds: Compp., e. g. <b class="b3">κοτυλ-ήρυτος</b> to [[be scooped with cups]] (Ψ 34), <b class="b3">ἡμι-κοτύλη</b> <b class="b2">a half κ.</b> (pap.), <b class="b3">δι-κότυλος</b> <b class="b2">measuring two κ.</b> (Hp., pap.).<br />Derivatives: Diminut. [[κοτυλίς]] `[[socket]] (Hp.), [[κοτυλίσκος]], <b class="b3">-ίσκη</b>, <b class="b3">-ίσκιον</b> [[small cup]] (com.), [[κοτυλίδιον]] (Eust.). - [[κοτυληδών]], <b class="b3">-όνος</b> f. name of diff. cup-like hollows (on the formation Chantraine Formation 361), e. g. `[[sucker]] (ε 433 etc.), also as plant-name, prob. `[[Cotyledon umbilicus]] (Hp., Nic., Dsc.; after the suckerlike leaves, Strömberg Pflanzennamen 44f.), with [[κοτυληδονώδης]] [[nipple-like]] (Gal.). - [[κοτυλιαῖος]], <b class="b3">-ιεῖος</b> `<b class="b2">measuring a κ.</b> (hell.; Mayser Pap. 1 : 3, 95), [[κοτυλώδης]] `[[cup-like]] (Ath.); [[κοτύλων]], <b class="b3">-ωνος</b> m. [[toper]]' (Plu.). - Denomin. verb [[κοτυλίζω]] `<b class="b2">with k., i. e. sell in small quantities</b>' (IA.) with [[κοτυλισμός]], <b class="b3">-ιστής</b>, <b class="b3">-ιστί</b> (hell.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: One th formation in <b class="b3">-ύλη</b> (diminut.?) Schwyzer 485, Chantraine Form. 250f. - Close is Lat. [[catīnus]] <b class="b2">(flat) dish</b>; the deviation in vowel and formation makes the comparison very uncertain (cf. Ernout-Meillet s. [[catīnus]]). Further s. Pok. 586, W.-Hofmann s. [[catīnus]]. New suggestion by Machek Stud. in hon. Acad. d. Dečev 49: to Czech. [[kotlati]][[become hollow]] (denom. verb). - A loan would be quite possible in the case of a vessel - Fur. 101, 181, adduces [[κόνδυ]] [[a cup]] with [[κονδύλιον]]; he notes 205 n. 14 that <b class="b3">-υλη</b> is well known in Pre-Greek.
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[bowl]], [[dish]], [[small cup]] (Il.; on the meaning Brommer Herm. 77, 358 a. 366), also as measure for liquid and dry = 6 [[κύαθοι]] or = ½ [[ξέστης]] (IA.), metaph. [[socket]], [[especially of the hip-joint]] (Il., Hp.), [[cymbals]] (pl., A.); (Hom. Epigr., com.).<br />Other forms: also [[κότυλος]] m. <b class="b2">id.</b><br />Compounds: Compp., e. g. <b class="b3">κοτυλ-ήρυτος</b> to [[be scooped with cups]] (Ψ 34), <b class="b3">ἡμι-κοτύλη</b> <b class="b2">a half κ.</b> (pap.), <b class="b3">δι-κότυλος</b> <b class="b2">measuring two κ.</b> (Hp., pap.).<br />Derivatives: Diminut. [[κοτυλίς]] `[[socket]] (Hp.), [[κοτυλίσκος]], <b class="b3">-ίσκη</b>, <b class="b3">-ίσκιον</b> [[small cup]] (com.), [[κοτυλίδιον]] (Eust.). - [[κοτυληδών]], <b class="b3">-όνος</b> f. name of diff. cup-like hollows (on the formation Chantraine Formation 361), e. g. `[[sucker]] (ε 433 etc.), also as plant-name, prob. `[[Cotyledon umbilicus]] (Hp., Nic., Dsc.; after the suckerlike leaves, Strömberg Pflanzennamen 44f.), with [[κοτυληδονώδης]] [[nipple-like]] (Gal.). - [[κοτυλιαῖος]], <b class="b3">-ιεῖος</b> `<b class="b2">measuring a κ.</b> (hell.; Mayser Pap. 1: 3, 95), [[κοτυλώδης]] `[[cup-like]] (Ath.); [[κοτύλων]], <b class="b3">-ωνος</b> m. [[toper]]' (Plu.). - Denomin. verb [[κοτυλίζω]] `[[with k.]], [[i. e. sell in small quantities]]' (IA.) with [[κοτυλισμός]], <b class="b3">-ιστής</b>, <b class="b3">-ιστί</b> (hell.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: One th formation in <b class="b3">-ύλη</b> (diminut.?) Schwyzer 485, Chantraine Form. 250f. - Close is Lat. [[catīnus]] <b class="b2">(flat) dish</b>; the deviation in vowel and formation makes the comparison very uncertain (cf. Ernout-Meillet s. [[catīnus]]). Further s. Pok. 586, W.-Hofmann s. [[catīnus]]. New suggestion by Machek Stud. in hon. Acad. d. Dečev 49: to Czech. [[kotlati]][[become hollow]] (denom. verb). - A loan would be quite possible in the case of a vessel - Fur. 101, 181, adduces [[κόνδυ]] [[a cup]] with [[κονδύλιον]]; he notes 205 n. 14 that <b class="b3">-υλη</b> is well known in Pre-Greek.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κοτῠ́λη, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> a cup, Hom.<br /><b class="num">2.</b> the cup or [[socket]] of a [[joint]], especially of the hip-[[joint]], Il.<br /><b class="num">3.</b> a [[liquid]] [[measure]], containing 6 κύαθοι, i. e. [[nearly]] [[half]] a [[pint]], Ar., Thuc.
|mdlsjtxt=κοτῠ́λη, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[a cup]], [[Hom]].<br /><b class="num">2.</b> the cup or [[socket]] of a [[joint]], especially of the hip-[[joint]], Il.<br /><b class="num">3.</b> a [[liquid]] [[measure]], containing 6 κύαθοι, i. e. [[nearly]] [[half]] a [[pint]], Ar., Thuc.
}}
}}
==Wikipedia EN==
{{wkpen
In classical antiquity, the cotyla or cotyle (Gr κοτύλη) was a measure of capacity among the Romans and Greeks: by the former it was also called hemina; by the latter, τρυβλίον and ἡμίνα or ἡμίμνα. It was the half of the sextarius or ξέστης, and contained six cyathi, or nearly half a pint English.
|wketx=In classical antiquity, the cotyla or cotyle (Gr κοτύλη) was a measure of capacity among the Romans and Greeks: by the former it was also called hemina; by the latter, τρυβλίον and ἡμίνα or ἡμίμνα. It was the half of the sextarius or ξέστης, and contained six cyathi, or nearly half a pint English.


This measure was used by physicians with a graduated scale marked on it, like our own chemical measures, for measuring out given weights of fluids, especially oil. A vessel or horn, of a cubic or cylindrical shape, and of the capacity of a cotyla, was divided into twelve equal parts by lines cut on its side. The whole vessel was called litra, and each of the parts an ounce (uncia). This measure held nine ounces (by weight) of oil, so that the ratio of the weight of the oil to the number of ounces it occupied in the measure would be 9:12 or 3:4.
This measure was used by physicians with a graduated scale marked on it, like our own chemical measures, for measuring out given weights of fluids, especially oil. A vessel or horn, of a cubic or cylindrical shape, and of the capacity of a cotyla, was divided into twelve equal parts by lines cut on its side. The whole vessel was called litra, and each of the parts an ounce (uncia). This measure held nine ounces (by weight) of oil, so that the ratio of the weight of the oil to the number of ounces it occupied in the measure would be 9:12 or 3:4.
Line 46: Line 46:


The name is also given to a type of ancient Greek vase broadly similar in shape to a skyphos but more closely resembling a kantharos.
The name is also given to a type of ancient Greek vase broadly similar in shape to a skyphos but more closely resembling a kantharos.
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''κοτύλη''': {kotúlē}<br />'''Forms''': auch [[κότυλος]] m. ib. (Hom. ''Epigr''., Kom. u. a.).<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Napf]], [[Schälchen]], [[kleiner Becher]] (seit Il.; zur Bed. Brommer Herm. 77, 358 u. 366), auch als Maß für Flüssiges und Trockenes = 6 κύαθοι od. = ½ [[ξέστης]] (ion. att.), übertr. ‘Gelenkhöhle, bes. die Hüftpfanne’ (Il., Hp. u. a.), [[Zimbeln]] (pl., A.) usw.;<br />'''Composita''' : Kompp., z. B. [[κοτυλήρυτος]] [[mit Bechern zu schöpfen]], [[stromweise]] (Ψ 34), [[ἡμικοτύλη]] ‘eine halbe κ.’ (Pap. u. a.), [[δικότυλος]] ‘zwei κ. messend’ (Hp., Pap. u. a.).<br />'''Derivative''': Ableitungen. Deminutiva [[κοτυλίς]] [[Gelenkhöhle]] (Hp.), [[κοτυλίσκος]], -ίσκη, -ίσκιον [[kleiner Becher]] (Kom.), [[κοτυλίδιον]] (Eust.). — [[κοτυληδών]], -όνος f. Ben. verschiedener becherähnlicher Vertiefungen (zur Bildung Chantraine Formation 361), z. B. [[Saugnäpfchen]], [[Saugwarze]] (ε 433 usw.), auch als Pflanzenname, wahrscheinlich [[Cotyledon umbilicus]] (Hp., Nik., Dsk. u. a.; nach den napfähnlichen Blättern, Strömberg Pflanzennamen 44f.), mit [[κοτυληδονώδης]] [[warzenähnlich]] (Gal.). — [[κοτυλιαῖος]], -ιεῖος ‘eine κ. messend’ (hell.; Mayser Pap. 1 : 3, 95), [[κοτυλώδης]] [[becherähnlich]] (Ath.); [[κοτύλων]], -ωνος m. [[Säufer]] (Plu.). — Denominatives Verb [[κοτυλίζω]] ‘kotylenweise, d. h. im kleinen verkaufen’ (ion. att.) mit [[κοτυλισμός]], -ιστής, -ιστί (hell. u. sp.).<br />'''Etymology''' : Zur Bildung auf -ύλη (deminuierend?) Schwyzer 485, Chantraine Form. 250f. — Begrifflich nahe liegt lat. ''catīnus'' ‘(flache) Schüssel’; die Abweichung in Vokal und Bildung (''a'' in ''catīnus'' nach ''patina''? Petersen Lang. 14, 50) macht indessen die Gleichung sehr unsicher (vgl. Ernout-Meillet s. ''catīnus''). Über noch fraglichere oder entschieden verfehlte Anknüpfungen s. WP. 1, 383f., Pok. 586, W.-Hofmann s. ''catīnus'' m. Lit. Neuer Vorschlag von Machek Stud. in hon. Acad. d. Dečev 49: zu čech. ''kotlati'' [[hohl werden]] (denom. Verb). Aus dem Griechischen kommt das selbst unklare [[κοττίς]] in Betracht, s. d. Pelasgische Etymologie bei v. Windekens Le Pélasgique 102. — Eine Entlehnung hätte bei einer Gefäßbezeichnung nichts Auffallendes.<br />'''Page''' 1,933-934
|ftr='''κοτύλη''': {kotúlē}<br />'''Forms''': auch [[κότυλος]] m. ib. (Hom. ''Epigr''., Kom. u. a.).<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Napf]], [[Schälchen]], [[kleiner Becher]] (seit Il.; zur Bed. Brommer Herm. 77, 358 u. 366), auch als Maß für Flüssiges und Trockenes = 6 κύαθοι od. = ½ [[ξέστης]] (ion. att.), übertr. ‘Gelenkhöhle, bes. die Hüftpfanne’ (Il., Hp. u. a.), [[Zimbeln]] (pl., A.) usw.;<br />'''Composita''': Kompp., z. B. [[κοτυλήρυτος]] [[mit Bechern zu schöpfen]], [[stromweise]] (Ψ 34), [[ἡμικοτύλη]] ‘eine halbe κ.’ (Pap. u. a.), [[δικότυλος]] ‘zwei κ. messend' (Hp., Pap. u. a.).<br />'''Derivative''': Ableitungen. Deminutiva [[κοτυλίς]] [[Gelenkhöhle]] (Hp.), [[κοτυλίσκος]], -ίσκη, -ίσκιον [[kleiner Becher]] (Kom.), [[κοτυλίδιον]] (Eust.). — [[κοτυληδών]], -όνος f. Ben. verschiedener becherähnlicher Vertiefungen (zur Bildung Chantraine Formation 361), z. B. [[Saugnäpfchen]], [[Saugwarze]] (ε 433 usw.), auch als Pflanzenname, wahrscheinlich [[Cotyledon umbilicus]] (Hp., Nik., Dsk. u. a.; nach den napfähnlichen Blättern, Strömberg Pflanzennamen 44f.), mit [[κοτυληδονώδης]] [[warzenähnlich]] (Gal.). — [[κοτυλιαῖος]], -ιεῖος ‘eine κ. messend' (hell.; Mayser Pap. 1: 3, 95), [[κοτυλώδης]] [[becherähnlich]] (Ath.); [[κοτύλων]], -ωνος m. [[Säufer]] (Plu.). — Denominatives Verb [[κοτυλίζω]] ‘kotylenweise, d. h. im kleinen verkaufen’ (ion. att.) mit [[κοτυλισμός]], -ιστής, -ιστί (hell. u. sp.).<br />'''Etymology''': Zur Bildung auf -ύλη (deminuierend?) Schwyzer 485, Chantraine Form. 250f. — Begrifflich nahe liegt lat. ''catīnus'' ‘(flache) Schüssel'; die Abweichung in Vokal und Bildung (''a'' in ''catīnus'' nach ''patina''? Petersen Lang. 14, 50) macht indessen die Gleichung sehr unsicher (vgl. Ernout-Meillet s. ''catīnus''). Über noch fraglichere oder entschieden verfehlte Anknüpfungen s. WP. 1, 383f., Pok. 586, W.-Hofmann s. ''catīnus'' m. Lit. Neuer Vorschlag von Machek Stud. in hon. Acad. d. Dečev 49: zu čech. ''kotlati'' [[hohl werden]] (denom. Verb). Aus dem Griechischen kommt das selbst unklare [[κοττίς]] in Betracht, s. d. Pelasgische Etymologie bei v. Windekens Le Pélasgique 102. — Eine Entlehnung hätte bei einer Gefäßbezeichnung nichts Auffallendes.<br />'''Page''' 1,933-934
}}
{{wkpit
|wkittx=Il cotile o la cotila (in greco antico: κοτύλη, kotýle) era un'unità di misura di volume in uso nell'antica Grecia. Il cotile era un'antica unità di misura di capacità sia per i liquidi che per i solidi, il cui valore assoluto variava da una località all'altra da 0,21 litri a 0,33 litri. Nel sistema attico di Solone corrispondeva 0,27 litri.
}}
{{wkpes
|wkestx=La kotyle o cótila (gr. κοτύλη) es una taza pequeña y profunda de dos asas de uso puramente doméstico en la Antigua Grecia. También se usaba este término para expresar su medida de capacidad, equivalente a c. 0,270 litros, la mitad del xestes griego y el sextario romano.
}}
}}
==Wikipedia IT==
Il cotile o la cotila (in greco antico: κοτύλη, kotýle) era un'unità di misura di volume in uso nell'antica Grecia. Il cotile era un'antica unità di misura di capacità sia per i liquidi che per i solidi, il cui valore assoluto variava da una località all'altra da 0,21 litri a 0,33 litri. Nel sistema attico di Solone corrispondeva 0,27 litri.
==Wikipedia ES==
La kotyle o cótila (gr. κοτύλη) es una taza pequeña y profunda de dos asas de uso puramente doméstico en la Antigua Grecia. También se usaba este término para expresar su medida de capacidad, equivalente a c. 0,270 litros, la mitad del xestes griego y el sextario romano.
==Wikipedia RU==
==Wikipedia RU==
Котила (др.-греч. κοτύλη) — единица измерения объёма у древних римлян и греков. Она составляла половину секстария или 4 хиникса. Котилами также назывались древнегреческие вазы, похожие по форме на скифосы. В современных единицах котила соответствовала объёму от 0,21 до 0,33 л (в зависимости от территории). В котилах чаще измерялся объём жидкости чем объем сыпучих веществ.
Котила (др.-греч. κοτύλη) — единица измерения объёма у древних римлян и греков. Она составляла половину секстария или 4 хиникса. Котилами также назывались древнегреческие вазы, похожие по форме на скифосы. В современных единицах котила соответствовала объёму от 0,21 до 0,33 л (в зависимости от территории). В котилах чаще измерялся объём жидкости чем объем сыпучих веществ.
{{pape
|ptext=ἡ, <i>die [[Höhlung]], [[alles]] [[Hohle]]</i>, [[πᾶν]] δὲ τὸ κοῖλον κοτύλην ἐκάλουν οἱ παλαιοί, Apollodor. bei Ath. XI.479a; vgl. <i>Schol. Il</i>. 23.34.<br><b class="num">a</b> <i>hohles [[Gefäß]], [[kleiner]] [[Becher]], [[Schälchen]], Il</i>. 22.494; dah. αἴ κέν τις κοτύλην καὶ [[πύρνον]] ὀρέξῃ <i>Od</i>. 15.312, vgl. 17.12, d.i. ob etwa [[Einer]] zu [[trinken]] und zu [[essen]] gibt; πρίν σε κοτύλας ἐκπιεῖν οἴνου [[δέκα]] Ar. <i>Plut</i>. 737; οὐδὲ [[τρεῖς]] κοτύλας οἴνου Plat. <i>Lys</i>. 219e; ψυκτῆρα [[πλέον]] ἢ ὀκτω κοτύλας χωροῦντα, wo es ein bestimmtes Maß bezeichnet, das auch für trockene [[Dinge]] [[gebraucht]] wurde, = ἡμίξεστος und [[τρύβλιον]], [[deren]] vier auf einen χοίνιξ [[gehen]], 7½, Unze an [[Gewicht]]; 192 κοτύλαι machten einen [[μέδιμνος]] [[σιτηρός]] aus, Böckhs <i>Staatshaush</i>. I p. 99 und Metrolog. p. 99 si.<br><b class="num">b</b> <i>die [[Knochenhöhle]]</i>, bes. <i>die [[Pfanne]] des Hüftheckens</i>, in [[welcher]] der Kopf des Hüftknochens [[eingefügt]] ist, τῷ βάλεν αἰνείαο κατ' [[ἰσχίον]], [[ἔνθα]] τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται, κοτύλην δέ τέ μιν καλέουσι <i>Il</i>. 5.305; so <i>Vetera Lexica</i> und Ath. a.a.O. – Auch <i>die hohle Hand, der hohle Fuß</i>, Ath. a.a.O.; Poll. 8.122.<br>Bei Aesch. frg. 51 sind χαλκόδετοι κοτύλαι <i>Zymbeln</i>; vgl. Ath.<br>Bei Luc. <i>D.Mar</i>. 4.3 = [[κοτυληδών]], vgl. Eust. 1782.55.
}}