δῆμος: Difference between revisions

m
Text replacement - " :" to ":"
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")
m (Text replacement - " :" to ":")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δῆμος''': ὁ, διαμέρισμα, γῆ, [[χώρα]], Βοιωτοὶ [[μάλα]] πίονα δῆμον ἔχοντες Ἰλ. Ε. 710· Λυκίης ἐν πίονι δήμῳ Π. 437, πρβλ. Ὀδ. Ν. 322, κτλ. Ἰθάκης ἐνὶ δήμῳ Α. 103· δήμῳ ἐνὶ Τρώων Ν.266· λαοί ἀνὰ δῆμον Π. 95.- Ἐν πᾶσι τούτοις τοῖς χωρίοις ἡ [[ἔννοια]] τῆς λέξεως [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] τοπική, ὡς ἐν τῇ φράσει: [[δῆμος]] ὀνείρων, ἡ γῆ τῶν ὀνείρων, Ω.12·- [[ὡσαύτως]] οἱ κατοικοῦντες διαμέρισμά τι, χώραν τινά, πόληΐ τε παντί τε δήμῳ, εἰς τὴν πόλιν καὶ τὴν χώραν ὅλην, εἰς ὅλους τοὺς κατοίκους, Ἰλ. Γ.50. ΙΙ. [[ἐντεῦθεν]] ([[ἐπειδὴ]] κατὰ τοὺς παλαιοτάτους χρόνους οἱ κοινοί τῶν ἀνθρώπων ἦσαν διεσκορπισμένοι ἀνὰ τὴν χώραν καὶ τοὺς ἀγροὺς, ἐνῷ οἱ ἄρχοντες κατεῖχον τὴν πόλιν), ὁ [[λαός]], ὁ κοινὸς [[λαός]], ὁ [[ὄχλος]]· δήμου [[ἀνήρ]], κατ' ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[βασιλεύς]], [[ἔξοχος]] [[ἀνήρ]], κτλ., Ἰλ. Β. 188, 198, πρβλ. Λ. 328, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 259, Αἰσχύλ. Θήβ. 199, 1006, πρβλ. [[δημότης]]· σπανίως ἐπὶ ἑνὸς προσώπου, [[δῆμος]] ἐών, ὢν [[κοινός]] [[ἄνθρωπος]], ἐκ τοῦ ὄχλου, Ἰλ. Μ. 213· -οὕτω καὶ παρὰ τοῖς ἱστοριογράφοις, οἱ κοινοὶ ἄνθρωποι, ὁ [[ὄχλος]], οἱ χυδαῖοι, κατ' ἀντίθεσιν πρὸς τὸ οἱ εὐδαίμονες, Ἡρόδ. 1. 196· οἱ παχέες ὁ αὐτ. 5. 31, πρβλ. 66· οἱ δυνατοί Θουκ. 5. 4· οἱ...ἐπαναστάντες τοῖς δυνατοῖς καὶ ὄντες [[δῆμος]] ὁ αὐτ. 8. 73· ([[οὕτως]] ὡς περιληπτικὸν [[ὄνομα]] μετὰ πληθ. ῥήματος, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 271)· οὕτω παρὰ τοῖς συγγραφεῦσι Ρωμαϊκῆς ἱστορίας πρὸς μετάφρασιν τοῦ Λατ. Plebs, Διον. Ἁλ. 6. 88. κτλ.· τοῦ πολλοῦ δ. εἷς, unus de plebe, Λουκ. Κρον. 3· τοῦ δ. ὢν ὁ αὐτ. Ἀλεκτρ. 22·- ἐπὶ τῶν στρατιωτῶν κατ' ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς ἔχοντας [[ἀξίωμα]], Ξεν. Κύρ. 6. 1,14·- ἀκολούθως, ὁ λαὸς [[καθόλου]], Βακτρίων ἔρρει [[πανώλης]] δ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 732. 2) [[καθόλου]], [[πλῆθος]], ἰχθύων Ἀντιφ. Τιμ. 1.7· τυράννων Φιλόστρ. 498· ὀρνέων, πιθήκων Ἀλκίφρων 3.30. ΙΙΙ. ἐν δημοκρατουμέναις πολιτείαις, ὡς τὸ [[πλῆθος]], ὁ [[λαός]], οἱ ἐλεύθεροι πολῖται, Ἡρόδ. 1. 170., 3. 81· ἰδίως ἐν Ἀθήναις, ἴδε Ἀριστοφ. Ἱππ. 40 κἑξ. 2) [[δημοκρατία]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ ὀλίγοι, Ἡρόδ. 3. 82· οἱ τύραννοι Ἀνδοκ, 14. 22, κτλ.· [[ταῦτα]] καταλύει δῆμον, οὐ [[κωμῳδία]] Φιλιππίδ. Ἀδήλ. 2.δ. ὁ [[ἔσχατος]] Ἀριστ. Πολ. 3. 4. 12. 3) ὡς τό [[ἐκκλησία]], ἡ [[συνέλευσις]] τοῦ λαοῦ, ἡ βουλὴ καὶ ὁ δ., συχνὸν ἐν Ἐπιγραφ., κτλ. IV. δῆμοι, οἱ, (ἐκ τῆς σημασ.Ι) [[ὑποδιαίρεσις]] τῶν φυλῶν [[περιοχή]], Δωρ. κῶμαι, Λατ. pagi, ἦσαν ἱε οὗτοι ἀρχαῖαι διαιρέσεις τῆς Ἀττικῆς, ἥτις διενεμήθη ὑπὸ τοῦ Κλεισθένους μεταξὺ τῶν [[δέκα]] φυλῶν· κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἡροδότου ἦσαν ἑκατὸν τὸν ἀριθμὸν (10 εἰς ἐκάστην φυλήν), μετὰ [[ταῦτα]] ηὐξήθησαν εἰς 174, Στράβων 396. ― Ἐντεῦθεν Ἀττικῶς, ἐκ δήμου ἢ [[ἁπλῶς]] δήμου, προσετίθετο εἰς τὸ [[ὄνομα]], Σωφάνης ἐκ δήμου Δεκελεῆθεν Ἡρόδ. 9.73· δήμου Ἁλαιεύς Ἀντιφ. Τυρρ. 2· [[ὡσαύτως]], τῶν δήμων Πιθεὺς Πλάτ. Εὐθύφρ 2Β· τῶν δ. Θορίκιος Δημ. 1003. 15 ([[ἔνθα]], ὡς ἀλλαχοῦ, μετετράπη ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰς τὸ τὸν δῆμον, ἴδε Δινδ. προοίμ. Δημ. σ. ΧΙΙ. ἔκδ. 1825)· [[οὐδέποτε]] τῷ δήμῳ, ὡς κοινῶς φέρεται παρὰ Σχολ. Ἀριστοφ. Βατρ. 86. V. [[ὄνομα]] πόρνης, [[ἤγουν]] κοινή τῷ δήμῳ Ἀρχίλ. (173) παρ’ Εὐστ. VI. παρὰ Βυζαντιακ. συγγραφ., [[μερίς]], [[φατρία]] ἐν τῷ Ἱπποδρόμῳ· ἴδε ἐν λ. [[δημοκρατέομαι]]. (Ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] [[ἀβέβαιος]]. Τινὲς τῶν ἐτυμολόγων ἀναφέρουσι τὴν λέξιν εἰς τὴν √ΔΑΜ, [[δαμάζω]], Λατ. dom-inus, παραβάλλοντες τὸ Ἀγγλο-Σαξ. team (=οἰκογένεια), Γερμ. zunft, ὡς ἐὰν ἡ πρώτη [[σημασία]] ἦτο : [[σῶμα]] λαοῦ ἡνωμένον διὰ κοινωνικῶν δεσμῶν. Ἀλλ’ ἡ πρώτη [[σημασία]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἡ τῆς κεκαλλιεργημένης χώρας· καὶ τοῦτο ὁδηγεῖ εἰς τὴν παραβολὴν τοῦ Παλαιο-Σκανδιν. tún, Ἀγγλο-Σαξ. tûn, Γερμ. zaun, [[περίφραγμα]], «αὐλόγυρος»· ἴδε Vigfusson ἐν τῷ Ἰσλανδικῷ λεξικῷ ἐν λ. tún.
|lstext='''δῆμος''': ὁ, διαμέρισμα, γῆ, [[χώρα]], Βοιωτοὶ [[μάλα]] πίονα δῆμον ἔχοντες Ἰλ. Ε. 710· Λυκίης ἐν πίονι δήμῳ Π. 437, πρβλ. Ὀδ. Ν. 322, κτλ. Ἰθάκης ἐνὶ δήμῳ Α. 103· δήμῳ ἐνὶ Τρώων Ν.266· λαοί ἀνὰ δῆμον Π. 95.- Ἐν πᾶσι τούτοις τοῖς χωρίοις ἡ [[ἔννοια]] τῆς λέξεως [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] τοπική, ὡς ἐν τῇ φράσει: [[δῆμος]] ὀνείρων, ἡ γῆ τῶν ὀνείρων, Ω.12·- [[ὡσαύτως]] οἱ κατοικοῦντες διαμέρισμά τι, χώραν τινά, πόληΐ τε παντί τε δήμῳ, εἰς τὴν πόλιν καὶ τὴν χώραν ὅλην, εἰς ὅλους τοὺς κατοίκους, Ἰλ. Γ.50. ΙΙ. [[ἐντεῦθεν]] ([[ἐπειδὴ]] κατὰ τοὺς παλαιοτάτους χρόνους οἱ κοινοί τῶν ἀνθρώπων ἦσαν διεσκορπισμένοι ἀνὰ τὴν χώραν καὶ τοὺς ἀγροὺς, ἐνῷ οἱ ἄρχοντες κατεῖχον τὴν πόλιν), ὁ [[λαός]], ὁ κοινὸς [[λαός]], ὁ [[ὄχλος]]· δήμου [[ἀνήρ]], κατ' ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[βασιλεύς]], [[ἔξοχος]] [[ἀνήρ]], κτλ., Ἰλ. Β. 188, 198, πρβλ. Λ. 328, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 259, Αἰσχύλ. Θήβ. 199, 1006, πρβλ. [[δημότης]]· σπανίως ἐπὶ ἑνὸς προσώπου, [[δῆμος]] ἐών, ὢν [[κοινός]] [[ἄνθρωπος]], ἐκ τοῦ ὄχλου, Ἰλ. Μ. 213· -οὕτω καὶ παρὰ τοῖς ἱστοριογράφοις, οἱ κοινοὶ ἄνθρωποι, ὁ [[ὄχλος]], οἱ χυδαῖοι, κατ' ἀντίθεσιν πρὸς τὸ οἱ εὐδαίμονες, Ἡρόδ. 1. 196· οἱ παχέες ὁ αὐτ. 5. 31, πρβλ. 66· οἱ δυνατοί Θουκ. 5. 4· οἱ...ἐπαναστάντες τοῖς δυνατοῖς καὶ ὄντες [[δῆμος]] ὁ αὐτ. 8. 73· ([[οὕτως]] ὡς περιληπτικὸν [[ὄνομα]] μετὰ πληθ. ῥήματος, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 271)· οὕτω παρὰ τοῖς συγγραφεῦσι Ρωμαϊκῆς ἱστορίας πρὸς μετάφρασιν τοῦ Λατ. Plebs, Διον. Ἁλ. 6. 88. κτλ.· τοῦ πολλοῦ δ. εἷς, unus de plebe, Λουκ. Κρον. 3· τοῦ δ. ὢν ὁ αὐτ. Ἀλεκτρ. 22·- ἐπὶ τῶν στρατιωτῶν κατ' ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς ἔχοντας [[ἀξίωμα]], Ξεν. Κύρ. 6. 1,14·- ἀκολούθως, ὁ λαὸς [[καθόλου]], Βακτρίων ἔρρει [[πανώλης]] δ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 732. 2) [[καθόλου]], [[πλῆθος]], ἰχθύων Ἀντιφ. Τιμ. 1.7· τυράννων Φιλόστρ. 498· ὀρνέων, πιθήκων Ἀλκίφρων 3.30. ΙΙΙ. ἐν δημοκρατουμέναις πολιτείαις, ὡς τὸ [[πλῆθος]], ὁ [[λαός]], οἱ ἐλεύθεροι πολῖται, Ἡρόδ. 1. 170., 3. 81· ἰδίως ἐν Ἀθήναις, ἴδε Ἀριστοφ. Ἱππ. 40 κἑξ. 2) [[δημοκρατία]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ ὀλίγοι, Ἡρόδ. 3. 82· οἱ τύραννοι Ἀνδοκ, 14. 22, κτλ.· [[ταῦτα]] καταλύει δῆμον, οὐ [[κωμῳδία]] Φιλιππίδ. Ἀδήλ. 2.δ. ὁ [[ἔσχατος]] Ἀριστ. Πολ. 3. 4. 12. 3) ὡς τό [[ἐκκλησία]], ἡ [[συνέλευσις]] τοῦ λαοῦ, ἡ βουλὴ καὶ ὁ δ., συχνὸν ἐν Ἐπιγραφ., κτλ. IV. δῆμοι, οἱ, (ἐκ τῆς σημασ.Ι) [[ὑποδιαίρεσις]] τῶν φυλῶν [[περιοχή]], Δωρ. κῶμαι, Λατ. pagi, ἦσαν ἱε οὗτοι ἀρχαῖαι διαιρέσεις τῆς Ἀττικῆς, ἥτις διενεμήθη ὑπὸ τοῦ Κλεισθένους μεταξὺ τῶν [[δέκα]] φυλῶν· κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἡροδότου ἦσαν ἑκατὸν τὸν ἀριθμὸν (10 εἰς ἐκάστην φυλήν), μετὰ [[ταῦτα]] ηὐξήθησαν εἰς 174, Στράβων 396. ― Ἐντεῦθεν Ἀττικῶς, ἐκ δήμου ἢ [[ἁπλῶς]] δήμου, προσετίθετο εἰς τὸ [[ὄνομα]], Σωφάνης ἐκ δήμου Δεκελεῆθεν Ἡρόδ. 9.73· δήμου Ἁλαιεύς Ἀντιφ. Τυρρ. 2· [[ὡσαύτως]], τῶν δήμων Πιθεὺς Πλάτ. Εὐθύφρ 2Β· τῶν δ. Θορίκιος Δημ. 1003. 15 ([[ἔνθα]], ὡς ἀλλαχοῦ, μετετράπη ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰς τὸ τὸν δῆμον, ἴδε Δινδ. προοίμ. Δημ. σ. ΧΙΙ. ἔκδ. 1825)· [[οὐδέποτε]] τῷ δήμῳ, ὡς κοινῶς φέρεται παρὰ Σχολ. Ἀριστοφ. Βατρ. 86. V. [[ὄνομα]] πόρνης, [[ἤγουν]] κοινή τῷ δήμῳ Ἀρχίλ. (173) παρ’ Εὐστ. VI. παρὰ Βυζαντιακ. συγγραφ., [[μερίς]], [[φατρία]] ἐν τῷ Ἱπποδρόμῳ· ἴδε ἐν λ. [[δημοκρατέομαι]]. (Ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] [[ἀβέβαιος]]. Τινὲς τῶν ἐτυμολόγων ἀναφέρουσι τὴν λέξιν εἰς τὴν √ΔΑΜ, [[δαμάζω]], Λατ. dom-inus, παραβάλλοντες τὸ Ἀγγλο-Σαξ. team (=οἰκογένεια), Γερμ. zunft, ὡς ἐὰν ἡ πρώτη [[σημασία]] ἦτο: [[σῶμα]] λαοῦ ἡνωμένον διὰ κοινωνικῶν δεσμῶν. Ἀλλ’ ἡ πρώτη [[σημασία]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἡ τῆς κεκαλλιεργημένης χώρας· καὶ τοῦτο ὁδηγεῖ εἰς τὴν παραβολὴν τοῦ Παλαιο-Σκανδιν. tún, Ἀγγλο-Σαξ. tûn, Γερμ. zaun, [[περίφραγμα]], «αὐλόγυρος»· ἴδε Vigfusson ἐν τῷ Ἰσλανδικῷ λεξικῷ ἐν λ. tún.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 47: Line 47:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''δῆμος''': dor. [[δᾶμος]]<br />{dē̃mos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Gau]], [[Land]] (im Gegensatz zur Stadt), [[Volk]] (seit Il.); in Athen auch Bez. der Unterabteilungen der Phylen.<br />'''Derivative''': Sehr zahlreiche Ableitungen und Zusammensetzungen (die dor. Formen werden nicht besonders notiert). A. Substantiva: Deminutiva [[δημίδιον]], [[δημακίδιον]] (Ar.) — [[δημότης]], dor. auch [[δαμέτας]] (Karpathos) [[Mann aus dem Volke]], [[Gemeindegenosse]] (ion. att. dor.) mit zwei gewöhnlichen Adj.: 1. [[δημόσιος]] [[dem Volk oder Staat gehörend]], [[öffentlich]] (ion. att.) mit [[δημοσιεύω]] intr. [[dem Staat dienen]], auch tr. [[öffentlich machen]] und [[δημοσιόω]] [[konfiszieren]], [[öffentlich machen]] mit [[δημοσίωσις]]. 2. [[δημοτικός]] [[zum Volke gehörig]], [[dem Volke günstig]], [[demokratisch]]; über den Unterschied zwischen [[δημόσιος]] und [[δημοτικός]], die sich beide auch direkt auf [[δῆμος]] beziehen, Chantraine Formation 392; — Fem. [[δημότις]]; Denominativum [[δημοτεύομαι]] [[δημότης]] sein]], [[zu einem Demos gehören]] (att.). — B. Adjektiva (fast völlig von [[δημόσιος]], [[δημοτικός]] ersetzt): [[δήμιος]] [[das Volk angehend]], [[öffentlich]] (seit Od.), ὁ [[δήμιος]] euphemistisch [[Scharfrichter]] (att., Benveniste Sprache 1, 121), [[δημώδης]] [[volksmäßig]] (Pl., Phld. usw.), δημόσυνος Bein. der Artemis (Athen IV-III<sup>a</sup>), [[δημότερος]] [[dem Volke gehörend]] (Kall., A. R. u. a.; nach [[ἀγρότερος]]). — C. Denominative Verba: 1. [[δημεύω]] [[öffentlich machen]], [[konfiszieren]] (att.) mit [[δήμευσις]] und δημεῖαι· αἱ [[τῶν]] δήμων συστάσεις H. (richtig?); 2. [[δημόομαι]] [[öffentlich singen]], [[vortragen]] (Pi., Pl. u. a.) mit [[δαμώματα]]· τὰ [[δημοσίᾳ]] ᾀδόμενα (Ar. ''Pax'' 797); 3. [[δημίζω]] [[als Freund des Volkes auftreten]] (Ar. ''V''. 699). — D. Adv. [[δημόθεν]] [[vom Volke aus]], [[auf Gemeindekosten]] (Od., A. R. u. a.). — Von den Komposita sei nur erwähnt [[δημοκρατία]] [[Volksherrschaft]] (ion. att.), nach [[ὀλιγαρχία]], [[μοναρχία]] ([[δημαρχία]] = [[Amt des [[δήμαρχος]]); Näheres über Bildung und Entstehung bei Debrunner Festschrift Edouard Tièche (Bern 1947) 11ff.<br />'''Etymology''' : Zu [[δημιουργός]] s. bes. Zu [[δῆμος]] bietet das Keltische eine genaue Entsprechung in air. ''dām'' [[Gefolgschaft]], [[Schar]], akymr. ''dauu'' [[cliens]], nkymr. ''daw''(''f'') [[Schwiegersohn]], akorn. ''dof'' [[gener]]; nur ist das irische Wort ein fem. ''ā''-Stamm; idg. *''dāmos'' somit ursprünglich fem.? (Pedersen Hittitisch 52). Ursprüngliche Bedeutung [[Abteilung]], [[Teil]], falls, wie wahrscheinlich, ''m''-Ableitung eines Verbs [[teilen]], s. [[δαίομαι]]. — Nach Pedersen a. a. O. hierher auch heth. ''damaiš'' [[anderer]], [[zweiter]]; sehr fraglich; anders über ''damaiš'' Kronasser Vgl. Laut- und Formenlehre des Heth. 150.<br />'''Page''' 1,380-381
|ftr='''δῆμος''': dor. [[δᾶμος]]<br />{dē̃mos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Gau]], [[Land]] (im Gegensatz zur Stadt), [[Volk]] (seit Il.); in Athen auch Bez. der Unterabteilungen der Phylen.<br />'''Derivative''': Sehr zahlreiche Ableitungen und Zusammensetzungen (die dor. Formen werden nicht besonders notiert). A. Substantiva: Deminutiva [[δημίδιον]], [[δημακίδιον]] (Ar.) — [[δημότης]], dor. auch [[δαμέτας]] (Karpathos) [[Mann aus dem Volke]], [[Gemeindegenosse]] (ion. att. dor.) mit zwei gewöhnlichen Adj.: 1. [[δημόσιος]] [[dem Volk oder Staat gehörend]], [[öffentlich]] (ion. att.) mit [[δημοσιεύω]] intr. [[dem Staat dienen]], auch tr. [[öffentlich machen]] und [[δημοσιόω]] [[konfiszieren]], [[öffentlich machen]] mit [[δημοσίωσις]]. 2. [[δημοτικός]] [[zum Volke gehörig]], [[dem Volke günstig]], [[demokratisch]]; über den Unterschied zwischen [[δημόσιος]] und [[δημοτικός]], die sich beide auch direkt auf [[δῆμος]] beziehen, Chantraine Formation 392; — Fem. [[δημότις]]; Denominativum [[δημοτεύομαι]] [[δημότης]] sein]], [[zu einem Demos gehören]] (att.). — B. Adjektiva (fast völlig von [[δημόσιος]], [[δημοτικός]] ersetzt): [[δήμιος]] [[das Volk angehend]], [[öffentlich]] (seit Od.), ὁ [[δήμιος]] euphemistisch [[Scharfrichter]] (att., Benveniste Sprache 1, 121), [[δημώδης]] [[volksmäßig]] (Pl., Phld. usw.), δημόσυνος Bein. der Artemis (Athen IV-III<sup>a</sup>), [[δημότερος]] [[dem Volke gehörend]] (Kall., A. R. u. a.; nach [[ἀγρότερος]]). — C. Denominative Verba: 1. [[δημεύω]] [[öffentlich machen]], [[konfiszieren]] (att.) mit [[δήμευσις]] und δημεῖαι· αἱ [[τῶν]] δήμων συστάσεις H. (richtig?); 2. [[δημόομαι]] [[öffentlich singen]], [[vortragen]] (Pi., Pl. u. a.) mit [[δαμώματα]]· τὰ [[δημοσίᾳ]] ᾀδόμενα (Ar. ''Pax'' 797); 3. [[δημίζω]] [[als Freund des Volkes auftreten]] (Ar. ''V''. 699). — D. Adv. [[δημόθεν]] [[vom Volke aus]], [[auf Gemeindekosten]] (Od., A. R. u. a.). — Von den Komposita sei nur erwähnt [[δημοκρατία]] [[Volksherrschaft]] (ion. att.), nach [[ὀλιγαρχία]], [[μοναρχία]] ([[δημαρχία]] = [[Amt des [[δήμαρχος]]); Näheres über Bildung und Entstehung bei Debrunner Festschrift Edouard Tièche (Bern 1947) 11ff.<br />'''Etymology''': Zu [[δημιουργός]] s. bes. Zu [[δῆμος]] bietet das Keltische eine genaue Entsprechung in air. ''dām'' [[Gefolgschaft]], [[Schar]], akymr. ''dauu'' [[cliens]], nkymr. ''daw''(''f'') [[Schwiegersohn]], akorn. ''dof'' [[gener]]; nur ist das irische Wort ein fem. ''ā''-Stamm; idg. *''dāmos'' somit ursprünglich fem.? (Pedersen Hittitisch 52). Ursprüngliche Bedeutung [[Abteilung]], [[Teil]], falls, wie wahrscheinlich, ''m''-Ableitung eines Verbs [[teilen]], s. [[δαίομαι]]. — Nach Pedersen a. a. O. hierher auch heth. ''damaiš'' [[anderer]], [[zweiter]]; sehr fraglich; anders über ''damaiš'' Kronasser Vgl. Laut- und Formenlehre des Heth. 150.<br />'''Page''' 1,380-381
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese