λάριξ: Difference between revisions

m
Text replacement - "d’" to "d'"
m (Text replacement - "<b class='b2'>([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ικος (ἡ) :<br />larix <i>arbuste</i> ; mélèze Chantraine.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym.
|btext=ικος (ἡ) :<br />larix <i>arbuste</i> ; mélèze Chantraine.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'étym.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[λάριξ]], -ικος)<br />[[γένος]] γυμνόσπερμων κωνοφόρων δένδρων με πυραμιδοειδή [[κορυφή]] και κρεμαστά κλαδιά, το οποίο, σύμφωνα με το σημερινό [[σύστημα]] ταξινόμησης, ανήκει στην [[οικογένεια]] πευκίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
|mltxt=η (Α [[λάριξ]], -ικος)<br />[[γένος]] γυμνόσπερμων κωνοφόρων δένδρων με πυραμιδοειδή [[κορυφή]] και κρεμαστά κλαδιά, το οποίο, σύμφωνα με το σημερινό [[σύστημα]] ταξινόμησης, ανήκει στην [[οικογένεια]] πευκίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
}}
}}