λεπυρώδης: Difference between revisions

m
Text replacement - "d’" to "d'"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> <i>c.</i> [[λεπυριώδης]];<br /><b>2</b> couvert d’écailles.<br />'''Étymologie:''' [[λέπυρον]], -ωδης.
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> <i>c.</i> [[λεπυριώδης]];<br /><b>2</b> couvert d'écailles.<br />'''Étymologie:''' [[λέπυρον]], -ωδης.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[λεπυρώδης]], -ες) αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] αλλεπάλληλα λέπυρα.
|mltxt=-ες (Α [[λεπυρώδης]], -ες) αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] αλλεπάλληλα λέπυρα.
}}
}}