μαιευτικός: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=maieftikos
|Transliteration C=maieftikos
|Beta Code=maieutiko/s
|Beta Code=maieutiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[skilled in midwifery]], ib.<span class="bibl">151c</span>; <b class="b3">ἡ μαιευτικὴ τέχνη</b> or <b class="b3">-κή</b> alone, art [[of delivery]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Plt.</span>268b</span>; esp. metaph. of the Socratic method of eliciting from others what was in their minds without their knowing it, <span class="bibl">Id.<span class="title">Tht.</span>161e</span>, <span class="bibl">D.L.3.49s</span>q.; <b class="b3">οἱ μ. διάλογοι</b> of Plato, such as <span class="title">Alc.</span> 1, <b class="b2">La., Ly</b>., Thrasyll.ib.59. Adv. -κῶς <span class="bibl">Poll.4.208</span>.</span>
|Definition=μαιευτική, μαιευτικόν, [[skilled in midwifery]], ib.151c; <b class="b3">ἡ μαιευτικὴ τέχνη</b> or ἡ [[μαιευτική]] alone, art [[of delivery]], Id.''Plt.''268b; esp. metaph. of the Socratic method of eliciting from others what was in their minds without their knowing it, Id.''Tht.''161e, D.L.3.49sq.; <b class="b3">οἱ μ. διάλογοι</b> of Plato, such as ''Alc.'' 1, [[La.]], [[Ly]]., Thrasyll.ib.59. Adv. [[μαιευτικῶς]] Poll.4.208.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les accouchements ; ἡ μαιευτική ([[τέχνη]]) PLAT l'art de faire accoucher <i>en parl. de la méthode d'enseignement de Socrate</i>, la maïeutique.<br />'''Étymologie:''' [[μαιεύω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>zum [[Entbinden]] [[gehörig]]</i>; ἡ μαιευτικὴ [[τέχνη]], <i>die Entbindungskunst der [[Hebamme]]</i>, Plat. <i>Theaet</i>. 161c und [[öfter]]; s. bes. <i>Polit</i>. 268b, wo [[Sokrates]] sein Lehrverfahren, die [[Begriffe]] aus dem Innern der [[Schüler]] zu [[entwickeln]], so bezeichnet, vgl. DL. 3.49.<br><b class="num">• Adv.</b>, Poll.
}}
{{elru
|elrutext='''μαιευτικός:''' досл. родовспомогательный, перен. мэевтический Plat., Diog. L.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μαιευτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὸ μαιεύεσθαι, [[ἔμπειρος]] εἰς τὸ μαιεύεσθαι, Πλάτ. Θεαίτ. 121C· - ἡ μαιευτικὴ [[τέχνη]] ἢ ἡ μαιευτικὴ μόνον, ἡ [[τέχνη]] τῆς μαίας· [[οὕτως]] ἐκάλει ὁ [[Σωκράτης]] τὴν ἰδίαν μέθοδον, δι’ ἧς ἐξῆγεν ἐκ τῶν ἄλλων ὅ,τι ἐκεῖνοι εἶχον ἐν τῷ νῷ αὐτῶν χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζωσιν, [[αὐτόθι]] 161E, ἴδε 149A ἑξ., Πολιτικ. 268B, πρβλ. Διογ. Λ. 3. 49 ἑξ.· οἱ μ. διάλογοι τοῦ Πλάτωνος, [[οἷον]] Ἀλκιβ. 1, Λάχης, Λῦσις, Θράσυλλ. [[αὐτόθι]] 57· πρβλ. [[μαιεύομαι]]. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Δ΄, 208.
|lstext='''μαιευτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὸ μαιεύεσθαι, [[ἔμπειρος]] εἰς τὸ μαιεύεσθαι, Πλάτ. Θεαίτ. 121C· - ἡ μαιευτικὴ [[τέχνη]] ἢ ἡ μαιευτικὴ μόνον, ἡ [[τέχνη]] τῆς μαίας· [[οὕτως]] ἐκάλει ὁ [[Σωκράτης]] τὴν ἰδίαν μέθοδον, δι’ ἧς ἐξῆγεν ἐκ τῶν ἄλλων ὅ,τι ἐκεῖνοι εἶχον ἐν τῷ νῷ αὐτῶν χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζωσιν, [[αὐτόθι]] 161E, ἴδε 149A ἑξ., Πολιτικ. 268B, πρβλ. Διογ. Λ. 3. 49 ἑξ.· οἱ μ. διάλογοι τοῦ Πλάτωνος, [[οἷον]] Ἀλκιβ. 1, Λάχης, Λῦσις, Θράσυλλ. [[αὐτόθι]] 57· πρβλ. [[μαιεύομαι]]. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Δ΄, 208.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les accouchements ; ἡ μαιευτική ([[τέχνη]]) PLAT l’art de faire accoucher <i>en parl. de la méthode d'enseignement de Socrate</i>, la maïeutique.<br />'''Étymologie:''' [[μαιεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μαιευτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[τέχνη]] της μαίας, στη [[μαιευτική]], σε Πλάτ.· ἡ μαιευτικὴ [[τέχνη]] ή <i>ἡ -κή</i> ([[χωρίς]] το [[τέχνη]]), η [[μαιευτική]] [[τέχνη]], όνομα που έδινε ο [[Σωκράτης]] στην [[τέχνη]] του για να αποσπά απο τους άλλους όσα υπήρχαν στο [[μυαλό]] τους, στον ίδ.
|lsmtext='''μαιευτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[τέχνη]] της μαίας, στη [[μαιευτική]], σε Πλάτ.· ἡ μαιευτικὴ [[τέχνη]] ή <i>ἡ -κή</i> ([[χωρίς]] το [[τέχνη]]), η [[μαιευτική]] [[τέχνη]], όνομα που έδινε ο [[Σωκράτης]] στην [[τέχνη]] του για να αποσπά απο τους άλλους όσα υπήρχαν στο [[μυαλό]] τους, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μαιευτικός:''' досл. родовспомогательный, перен. мэевтический Plat., Diog. L.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj