πλατύστομος: Difference between revisions

m
Text replacement - "εῑον" to "εῖον"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πλατύστομος]], -ον, ΝΜΑ<br />([[κυρίως]] για αγγεία) αυτός που έχει πλατύ [[στόμα]], ευρύ [[στόμιο]] («πλατύστομον ἀγγεῑον», Γεωπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που μιλάει χρησιμοποιώντας πομπώδεις εκφράσεις, που λέει παχιά, μεγάλα [[λόγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>πλατυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[στόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]])].
|mltxt=-η, -ο / [[πλατύστομος]], -ον, ΝΜΑ<br />([[κυρίως]] για αγγεία) αυτός που έχει πλατύ [[στόμα]], ευρύ [[στόμιο]] («πλατύστομον ἀγγεῖον», Γεωπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που μιλάει χρησιμοποιώντας πομπώδεις εκφράσεις, που λέει παχιά, μεγάλα [[λόγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>πλατυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[στόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]])].
}}
}}